Μανώλης Χατζημάρκος: η ζωή και το έργο του

    Ομιλία Αρχιμ. Επιφανίου Οικονόμου,

    Δ/ντού της Σχολής Βυζαντινής Μουσικής της

    Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος

     Ιερός Ναός Αναλήψεως Ηρακλείου, 16/2/2020

     

    Θέλω να εκφράσω την μεγάλη χαρά και συγκίνησή μου, γιατί απόψε μού δίδεται η ευκαιρία να ομιλήσω για μία τόσο εξέχουσα εκκλησιαστική – ιεροψαλτική προσωπικότητα, τον δάσκαλό των δασκάλων μας, όπως τον αποκαλούμε στα μέρη μου, τον «αρχιψάλτη του Ελληνισμού»[1], όπως ονομάστηκε, το αηδόνι της Ψαλτικής Τέχνης Μανώλη Χατζημάρκο ή κατ’ ακρίβειαν, Εμμανουήλ Χατζημάρκου. Και η ευκαιρία αυτή μού δίδεται αφενός μεν χάρη στην ευγενική και λίαν τιμητική πρόσκληση που μού απηύθυνε ο Πρόεδρος του Παγκρήτιου Συλλόγου Φίλων Βυζαντινής Μουσικής κ. Ιωάννης Δαμαρλάκης, αφ’ ετέρου δε, χάρη στην Κανονική άδεια και ευλογία που μού παρέσχε ο προεξάρχων της Εκκλησίας της Κρήτης Σεβ. Αρχιεπίσκοπος κ. Ειρηναίος, τους οποίους από καρδιάς ευχαριστώ.

    Ο Μανώλης Χατζημάρκος αποτελούσε για την εποχή μας μια εξέχουσα μουσική φυσιογνωμία και οντότητα, με πλούσια και πολυσχιδή προσφορά στην λειτουργική μας μουσική και στην ψαλτική μας παράδοση. Εξαίρετος ως άνθρωπος, με απαράμιλλο εκκλησιαστικό ήθος, ακέραιος χαρακτήρας, ευγενής και καλόκαρδος, έχαιρε της εκτίμησης και της αγάπης όλου του ιεροψαλτικού κόσμου στην Ελλάδα και όχι μόνο. Η μοναδικότητα της μελωδικής του φωνής δέσποζε επί δεκαετίες, έγινε πρότυπο μίμησης και επηρέασε βαθύτατα τους νέους ιεροψάλτες.

    Η ιστορία της οικογένειάς του είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την μεγαλύτερη τραγωδία του Ελληνισμού, κατά τον 20ό αι., την Μικρασιατική καταστροφή. Με τον ξεριζωμό του Ελληνισμού από τα ιερά χώματα της  Ιωνικής γης, το 1922, μια από τις ταλαιπωρημένες και κατατρεγμένες οικογένειες  ήταν  και αυτή του  Κωνσταντίνου  Χατζημάρκου,  που,  διωγμένη  από το Αϊδίνι, μετά από μια «οδύσσεια», εγκαταστάθηκε σ’ ένα φτωχικό προσφυγικό σπίτι, στην νεοϊδρυθείσα, για τον λόγο αυτό, προσφυγούπολη  Νέα Ιωνία, στον Βόλο. Ανάμεσα σ’ αυτές τις οικογένειες και οι δικοί μου προπάτορες, από την πλευρά της μητέρας μου, πρόσφυγες στην Νέα Ιωνία, προερχόμενοι από την Φιλαδέλφεια και το Ουσάκ της Μικράς Ασίας. Ίσως, αυτή η κοινή καταγωγή, την οποία ιδιαιτέρως τιμώ, προκαλούσε στον Χατζημάρκο τόσο έντονες εξάρσεις αγάπης προς το πρόσωπό μου, αλλά και τιμής, αργότερα, όταν φόρεσα το ιερό ράσο. Το κοινό προσφυγικό αίμα, που κυλούσε στις φλέβες μας, όσο και τα παθήματα των οικογενειών μας, είχαν διαμορφώσει μεταξύ μας μια ιδιαίτερη και ευαίσθητη σχέση. 

              Το  1927  η  οικογένεια  Χατζημάρκου  απέκτησε  το  5ο  παιδί της,  τον Μανώλη. Τα  χρόνια  ήταν πολύ  δύσκολα, καθώς την τραγωδία της προσφυγιάς και τον ξεριζωμό από τις πατρογονικές εστίες, ακολούθησε η καχυποψία των ελλαδιτών. Η φτώχεια τεράστια. Ήρθε και ο Πόλεμος και η κατάσταση για τους πρόσφυγες έγινε πιο δραματική. Ο μικρός Μανώλης, όμως, παρά τον ζόφο της εποχής και την τραγωδία που εκτυλισσόταν γύρω του,  διακρίθηκε  από  πολύ  νωρίς για το μουσικό του ταλέντο και αισθητήριο, όσο  και για την ασυνήθιστα εντυπωσιακή φωνή, που του χάρισε ο Θεός. Τα πρώτα του ιεροψαλτικά βήματα  έγιναν, εκείνη την εποχή,  στον  προσφυγικό Ναό της Ευαγγελίστριας στη Νέα  Ιωνία, που έκτισαν με τα χέρια τους οι ξεριζωμένοι. Η Ευαγγελίστρια ήταν η  ενορία του, όπου κάθε Κυριακή εκκλησιαζόταν με την οικογένειά του.

              Διηγείται ο αείμνηστος Δάσκαλός μου Μιχάλη Μελέτης, κορυφαίος των μαθητών του Χατζημάρκου στον τόπο μας: «Πρωτοψάλτης της Ευαγγελίστριας τότε ήταν ο Ντίνος Πάντας, γιος του Χρήστου Πάντα, Πρωτοψάλτου του Μητροπολιτικού Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου  Βόλου, ο οποίος για πρώτη φορά άκουσε τον Μανωλάκη, όπως τον αποκαλούσαν, σε ηλικία 10 ετών, να σιγοψάλει κοντά του και τού είπε:

     - «μικρούλη, έλα  εδώ.  Πώς  σε  λένε;» 

    - «Μανώλη»,  απαντά. 

    - «Ξέρεις,  Μανωλάκη,  έχεις  πολύ  ωραία  φωνή.  Θέλεις  να  γίνεις  ψάλτης;»

    - «Ναι»,  του  λέει, με  τον  ενθουσιασμό  της  παιδικής  ψυχής,  αλλά  και  με  σιγουριά,  σαν  να  ήταν  ώριμος  άντρας.

    - «Ωραία!  Θα  σου δώσω  αυτό  το  βιβλίο, τον  Απόστολο, - έτσι  το  λένε -  και  θα  μάθεις πολύ καλά αυτό εδώ» και του έδειξε τον Απόστολο που έπρεπε να  διαβάσει την επόμενη Κυριακή. Εκείνος παίρνει το βιβλίο στην αγκαλιά του, σαν ιερό κειμήλιο,  πηγαίνει στο σπίτι ενθουσιασμένος και αρχίζει να ψάλει: 

    «Μεγαλύνει  η  ψυχή  μου  τον  Κύριον». Το  λέει,  το  ξαναλέει,  έμαθε  απ’ έξω  τον  Απόστολο.  Κοιμάται  και  συνεχίζει  να  ψάλει «Μεγαλύνει  η  ψυχή  μου  τον  Κύριον». ΄Ετσι, την  επόμενη Κυριακή, ακούγεται η αγγελική φωνή  του  Μανωλάκη στη Βαγγελίστρα,  όπως την αποκαλούσαν οι πρόσφυγες.

              Ο  Ντίνος  Πάντας, απ’ τη χαρά  του,  τον  αγκάλιασε,  τον  φίλησε, και του  είπε, «Μπράβο! μπράβο!». Οι ενορίτες έσπευσαν να συγχαρούν το μικρό  προσφυγόπουλο. Ο Πρωτοψάλτης της Ευαγγελίστριας παρότρυνε τον  Μανώλη  να συνεχίσει στον πατέρα του,  που  ήταν  Πρωτοψάλτης  στου  Μητροπολιτικού  Ναού του  Βόλου. Συνεννοήθηκε,  λοιπόν,  με  τη  μεγαλύτερη  αδελφή  του,  την Ελένη, καθ’ ότι ο ίδιος ήταν μικρός,  να  εκκλησιαστούν στον Άγιο Νικόλαο, για να γνωρίσουν τον Χρήστο Πάντα.

              «΄Ηταν Κυριακή των Βαΐων», εξιστορεί η αδελφή του, «που για πρώτη  φορά εκκλησιαστήκαμε στον Άγιο Νικόλαο. Οι  πιστοί, λόγω της ημέρας, είχαν  κατακλύσει το Ναό». Δειλά - δειλά, το μικρό προσφυγόπουλο ανέβηκε στο  αναλόγιο, το οποίο ήταν γραφτό να κατακτήσει σε λίγα χρόνια. «Καλημέρα»,  λέει  και  αρχίζει  να  ψάλει  σιγά - σιγά,  άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Καθώς,  όμως, συνεχιζόταν η  Θεία Λειτουργία, ο μικρός ξεθάρρευε και άρχισε να ψάλει πιο δυνατά.  Όλοι εξεπλάγησαν. «Από πού βγαίνει αυτή η φωνή;», αναρωτιέται το  εκκλησίασμα. «Μήπως κατέβηκαν οι Άγγελοι στη γη;».

    Τελείωσε η Θεία Λειτουργία και ο  Πρωτοψάλτης τον ρωτάει ποιος είναι.  Τί έκπληξη! Είναι ο  Μανωλάκης από τη Νέα  Ιωνία,  ο  μικρός, που τού είχε πει  ο  γιος του, ο  Ντίνος. Ο  Χρήστος Πάντας τον  αγκαλιάζει  σφιχτά  και  του  λέει:

    - «Εσύ  θα  γίνεις  μεγάλος  ψάλτης». 

    Το τί έγινε  δεν  περιγράφεται.  Οι  ενορίτες  του  Αγίου  Νικολάου έτρεξαν  να τον αγκαλιάσουν. Τον  φιλούσαν και  του έβαζαν χρήματα στις τσέπες.  Κάθισε, ύστερα, σε μια πεζούλα και μετρούσε – μετρούσε. Τετρακόσιες  πενήντα δραχμές ο απολογισμός. Με τα χρήματα αυτά η φτωχή οικογένειά του  θα έκανε ένα πλούσιο Πάσχα.

    Συνέχισε όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα να πηγαίνει, κάθε βράδυ, στον  Νυμφίο. Στην Ανάσταση πήγαν όλοι οικογενειακώς. Πατέρας, μητέρα,  αδέλφια. ΄Ηταν τότε μεγάλο πράγμα να πας από τη Νέα Ιωνία στο Βόλο.  Φάνταζε ολόκληρο ταξίδι στην ταπεινή, προσφυγική οικογένεια!  Στο  τέλος της  αναστάσιμης Θείας Λειτουργίας, ο Χρήστος Πάντας γνώρισε όλη την οικογένεια και ανέλαβε να διδάξει στο Μανώλη τη Βυζαντινή Μουσική,  αναγνωρίζοντας πως έχει μπροστά του ένα σπάνιο  ταλέντο.

    Ένα χρόνο μετά, Μεγάλη Πέμπτη, ο Μανώλης ψάλλει το Δοξαστικό  «Κύριε,  αναβαίνοντός  Σου  εν  τω  Σταυρώ».  Ο  Πάντας  δακρύζει,  κλαίει  και  λέει: «κάθε  εκατό χρόνια  γεννιέται  τέτοια  φωνή! Μπράβο, Μανωλάκη», έτσι  τον αποκαλούσε»[2].  Εκτός από τον Πάντα, δάσκαλοι του Χατζημάρκου υπήρξαν ο Θεόδωρος Χατζηθεοδώρου, ο Θεοδόσιος Γεωργιάδης και σπουδαίος Πρωτοψάλτης Κων/νος Πρίγγος.

    Μετά  από  λίγο  καιρό,  η  κατάσταση  έγινε  πολύ  άσχημη.  Η  οικογένεια  του  Χατζημάρκου  αναγκάστηκε  να  εγκαταλείψει  το  Βόλο.  Από  το  1941  έως  το 1944 έζησε στην επαρχία του Αλμυρού.  Φιλοξενήθηκαν  στο χωριό Κρόκιο, όπου ο Μανώλης έψαλε στον Άγιο Νικόλαο και έτσι εξασφάλιζε τα  απαραίτητα για την οικογένειά του. Είναι χαρακτηριστικό, ότι από πολύ μικρός, χάρη στην απαράμιλλη τέχνη του, έγινε ο τροφοδότης της οικογένειάς του. Ακόμα και μετά τον πόλεμο, έγινε το στήριγμα των αδελφών του, εκ των οποίων τα κορίτσια ενίσχυσε πολλαπλώς και προίκισε, για να καλοπαντρευτούν. Στο Κρόκιο συνέχισε να διαβάζει μόνος του και δημιούργησε   μια μικρή χορωδία από νέους της ηλικίας του. Οι κάτοικοι του χωριού τού έδειχναν ιδιαίτερη αγάπη και συμπάθεια. Στη συνέχεια, έψαλε ως Πρωτοψάλτης στον Άγιο Γεώργιο Κάτω Λεχωνίων και αργότερα επέστρεψε στον Αλμυρό και έψαλε στην μεγάλη εκκλησία του Αγίου Δημητρίου.

    Το 1944 επέστρεψε στο Βόλο και, σε ηλικία 17 ετών, προσελήφθη ως Λαμπαδάριος στον Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Νικολάου, με Πρωτοψάλτη τον Δημήτριο Μήτρου, μετά την αποχώρηση του οποίου, ανέλαβε ο ίδιος Πρωτοψάλτης. Γράφει για εκείνη την πρώτη θητεία του στην Μητρόπολη του Βόλου, ένας από τους εκλεκτούς μαθητές του: «Εκείνος που τον άκουγε στα νεανικά του χρόνια στον Μητροπολιτικό Ιερό Ναό του Ἁγίου Νικολάου Βόλου, στην περίοδο που είχαμε Μητροπολίτη τον μακαριστό Ιωακείμ, ζούσε σε ατμόσφαιρα προσευχής και πνευματικής ανάτασης. Ιδιαίτερα, όταν διηύθυνε τον πολυμελή χορό του αναλογίου του, αποδίδοντας πολύ εκφραστικά τις αργές δοξολογίες της ακολουθίας του Όρθρου»[3].

    Το  1951  υπηρέτησε την στρατιωτική του θητεία στην Αθήνα, όπου έψαλε  στη Χρυσοσπηλιώτισσα και αργότερα επανήλθε στην Μητρόπολη του Βόλου  ως Πρωτοψάλτης, με Λαμπαδάριο τον αείμνηστο Κυριάκο Αργυρόπουλο.

    Στα τέλη του 1956, αρχές του 1957, οι φιλόμουσοι της Λάρισας, που  υπεραγαπούσαν τον Χατζημάρκο, τον προσκάλεσαν να αναλάβει την  Πρωτοψαλτία του Μητροπολιτικού Ναού Αγίου Αχιλλίου. ΄Ετσι και έγινε. Οι  Λαρισαίοι έτρεχαν κάθε Κυριακή με μαγνητόφωνα, για να ηχογραφήσουν  τον αγαπημένο τους Μανώλη. Αυτό, όμως, δεν κράτησε πολύ, γιατί το 1957, ο  νεοεκλεγείς Μητροπολίτης Δημητριάδος Δαμασκηνός, περνώντας από τη  Λάρισα, άκουσε το αηδόνι του Αγίου Αχιλλίου και εντυπωσιάστηκε. Γι’ αυτό,  ζήτησε από τον Μητροπολίτη Λαρίσης Δημήτριο να επανέλθει ο Χατζημάρκος  στο Βόλο. Μετά την ενθρόνισή του, ο  Δαμασκηνός ανακοίνωσε, περιχαρής, στους Βολιώτες: «Ο Μανώλης Χατζημάρκος από σήμερα επανέρχεται στο  Βόλο». 

              «Αλησμόνητη παραμένει η παρουσία του στα χρόνια του μακαριστού Μητροπολίτου Δημητριάδος Δαμασκηνού, όταν στη γιορτή του πολιούχου Ἁγίου Νικολάου, μετά τή λιτάνευση της ιερής εικόνας και στη γιορτή των Θεοφανείων, μετά την κατάδυση του Τιμίου Σταυρού, κατά την επιστροφή στο Ναό και τη διανομή του αντιδώρου, Αρχιερείς, από το Ιερό Βήμα και πιστοί, καθηλωμένοι στίς θέσεις τους, άκουγαν, συνεπαρμένοι, μεγαλειώδη ψάλματα, που ήταν, κυρίως, κρατήματα. Στα ψαλσίματα αυτά, ακούραστος και μέ ανεξάντλητο μεράκι, ο Μανώλης Χατζημάρκος παρουσίαζε τις μοναδικές και αξεπέραστες μουσικές  του εξάρσεις»[4].

              Αλησμόνητη παραμένει στις μνήμες των Βολιωτών η λειτουργική του συνύπαρξη και με τον μουσοτραφή μακαριστό Μητροπολίτη Δημητριάδος και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Αθηνών & Πάσης Ελλάδος Χριστόδουλο, με τον οποίο συμμελωδούσαν, επί χρόνια, προσφέροντας μια μικρή γεύση από τις μελωδίες του Παραδείσου.

    Οι παράλληλες δραστηριότητες του Χατζημάρκου ήταν πολλές. Με πρωτοβουλία του, ιδρύθηκε η Σχολή Βυζαντινής Μουσικής της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος, το 1947, που πρωτολειτούργησε στον υπόγειο χώρο του Μητροπολιτικού μας Ναού, σε εποχή ζοφερή, μεγάλου διχασμού και όξυνσης των πολιτικών παθών, η οποία, όμως έγινε τόπος ενότητας, διαμόρφωσης εκκλησιαστικού ήθους και φυτώριο για νέους ιεροψάλτες. Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι πρόκειται για την πρώτη ανάλογη Σχολή που ιδρύθηκε στον Ελλαδικό χώρο και μετρά μέχρι σήμερα 73 χρόνια ζωής και ανεξάντλητης προσφοράς όχι μόνο στην Τοπική μας Εκκλησία, αλλά σε όλη την Ελλάδα και όχι μόνο. Εκεί, ο Χατζημάρκος ξεδίπλωσε το διδασκαλικό του ταλέντο, προσφέροντας στους πολυπληθείς μαθητές του τα μυστικά της ψαλτικής τέχνης. Ο εκ των κορυφαίων μαθητών του Ζάχος Νικολέρης, Άρχων Μουσικοδιδάσκαλος της Μ.Τ.Χ.Ε., διέσωσε ότι, «ο Εμμανουήλ Χατζημάρκου ήταν ένας εξαίρετος δάσκαλος, απλός, μεθοδικός και μεταδοτικός. Συγχρόνως δε, φιλικός και οικείος προς όλους τους μαθητές του. Μεταξύ των πολλών χαρισμάτων, που τού δώρισε ο Θεός, ήταν η ακριβής ρυθμική αγωγή (ο χρόνος ήταν μέσα στο ‘‘είναι’’ του), η ορθοφωνία του και η πιστή εκτέλεση των μουσικών κειμένων, με τις απαραίτητες, βέβαια, αναλύσεις των μουσικών στολιδιών…»[5]. Αξίζει να σημειωθεί ότι, ο Χατζημάρκος διαμόρφωνε με τους μαθητές του σχέση, που ξεπερνούσε την συνηθισμένη μεταξύ δασκάλου και μαθητού. Για πολλούς, κυρίως τα φτωχά παιδιά από το Πήλιο ή την επαρχία, στάθηκε αληθινός πατέρας. Τους ενίσχυε οικονομικά, ενώ φρόντιζε προσωπικά και για την επαγγελματική τους αποκατάσταση.

    Δημιούργησε, επίσης, την γνωστή Βυζαντινή Χορωδία Βόλου, η οποία πραγματοποίησε αξιόλογες εμφανίσεις. Το 1958 διορίστηκε καθηγητής Βυζαντινής Μουσικής στην Εκκλησιαστική Εκπαίδευση και το 1960  παντρεύτηκε την αγαπημένη του Ιωάννα, με την οποία απέκτησαν  δύο  παιδιά. 

    Οι φιλόμουσοι της Κωνσταντινούπολης, που λάτρευαν τον Χατζημάρκο,  τον προσκάλεσαν να  ψάλει στην Βασιλεύουσα. ΄Ετσι, έκανε το γαμήλιο ταξίδι  στην Πόλη, όπου έψαλε σε διαφόρους Ναούς, με ιδιαίτερη επιτυχία. Οι  ομογενειακές εφημερίδες της εποχής έγραψαν διθυραμβικά σχόλια για τον Χατζημάρκο. «Να πώς περιγράφει το γεγονός η Ελληνική εφημερίδα «Χρόνος της Πόλης (20/3/1960): «Και τα πλήθη ώδευαν δι’ όλων των μεταφορικών μέσων και πεζή έτι, και από απομακρυσμένας έτι συνοικίας, διά να ακούσωσι, διά ενωτισθώσι, διά να κατανυγώσιν από την αθάνατον Βυζαντινήν Μουσικήν, εκτελουμένην από τον γλυκύφθογγον, τον υψίφθογγον και αριστοτέχνην αυτής εκτελεστήν. Ναός και προαύλια κατελήφθησαν υπό των πιστών, οίτινες ακίνητοι, ως απολιθωμένοι, παρηκολούθουν την ψαλλομένην ακολουθίαν… Εν τω προσώπω του Χατζή Μάρκου απεθεώθη η βυζαντινή μουσική». Στο τέλος της λειτουργίας, το πλήθος ξεσπάει σε ουρανομήκη εύγε και χειροκροτήματα! Οι εκδηλώσεις αυτές επαναλαμβάνονται και σε άλλες εμφανίσεις του πρωτοψάλτη σε Ναούς της Πόλης… Σύμφωνα με την παράδοση, κανένας ποτέ δεν χειροκροτήθηκε μέσα σε εκκλησία της Πόλης μετά τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο. Κι ας είχαν περάσει από εκεί οι αγγελικότερες φωνές της Ρωμιοσύνης»[6].  

    Ο Άρχων Πρωτοψάλτης της Μ.Τ.Χ.Ε. Κωνσταντίνος Πρίγγος, που συμπαθούσε και εκτιμούσε ιδιαίτερα τον Μανώλη, όταν σε μια συνάντησή  τους έψαλαν μαζί το Τρισάγιο σε Α΄ ήχο παθητικό, αναφώνησε: «Μπράβο Μανώλη!». (Είναι καταγεγραμμένο σε κασετόφωνο). Μάλιστα, σε κάποια συνάντηση, σε ερώτηση συνομιλητών του ποιους θεωρεί ως κορυφές της ψαλτικής τέχνης, ο Πρίγγος απάντησε: «τον  Μήτρου  και  τον  Χατζημάρκο». 

    Ο αείμνηστος Πρωτοψάλτης Θεσσαλονίκης Αθανάσιος Καραμάνης,  περί  το  1960,  ήρθε στο  Βόλο, για να ακούσει από κοντά τον Μανώλη, στο σπίτι της αδερφής του Ελένης, μαζί με έναν φιλόμουσο Κωνσταντινοπολίτη και τον κατέγραψε με μαγνητόφωνο. Καθώς έψαλε, βγήκε έξω δακρυσμένος και είπε στην αδερφή του την Ελένη: «Τί  ταλέντο,  βρε  παιδί  μου!  Άλλο  να  τον  ακούς  από κασέτα και άλλο να τον βλέπεις και να τον ακούς από κοντά. Πρόκειται  για σπάνια φωνή. Δός μου, ρε Μανώλη, τη φωνή σου!».

    Ανήσυχο πνεύμα, καθώς ήταν, το 1965 – ΄66, άρχισε την δισκογραφική του δημιουργία.  Κυκλοφόρησε 22 δίσκους 33 στροφών, 8 δίσκους 45 στροφών και 40  κασέτες. Εξέδωσε τρεις τόμους, την «Μελωδική ανθοδέσμη», έναν τόμο με παραδοσιακά τραγούδια, έναν τόμο το «Βυζαντινό Ορατόριο Ιησούς Χριστός», ενώ δημοσίευσε πλήθος άρθρων στον ημερήσιο και  περιοδικό τύπο.

    Ως χοράρχης της Βυζαντινής χορωδίας και σε συνεργασία με την  Ελληνική Τηλεόραση, έκανε αρκετές και πολύ αξιόλογες εμφανίσεις στην Αθήνα,  στο  Ηρώδειο,  στο  Χίλτον,  στην αίθουσα  «Παρνασσός», στην Πάτρα,  στον Βόλο, στην Κωνσταντινούπολη, στη Ρώμη, στη Βιέννη, στη Ζυρίχη και στις  περισσότερες επαρχιακές πόλεις της Ελλάδος. 

    Το 1979 μετετέθη από το Εκκλησιαστικό Λύκειο Βόλου, που υπηρετούσε  ως καθηγητής, στην Αθήνα και προσελήφθη Πρωτοψάλτης στον Άγιο Διονύσιο Αρεοπαγίτη, πολιούχο της Πρωτεύουσας. Εκεί, παρέμεινε ως το 1981. Λόγω  κόπωσης, παραιτήθηκε. Συνέχισε, όμως, τη διδασκαλία σε αρκετά Ωδεία και Σχολές της πρωτεύουσας, ενώ προσελήφθη στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, ως Καθηγητής Βυζαντινής Μουσικής στο  Παιδαγωγικό Τμήμα του Βόλου.

    Ως συνδικαλιστής, υπήρξε Πρόεδρος των καθηγητών της Εκκλησιαστικής  Εκπαίδευσης, Πρόεδρος της Ομοσπονδίας Συλλόγων Ιεροψαλτών Ελλάδος (ΟΜΣΙΕ), μέλος του εποπτικού Συμβουλίου του Υπουργείου Παιδείας, μέλος του Ευρωπαϊκού Κέντρου Τέχνης. Ήταν, τελικά, μια χαρισματική μουσική φυσιογνωμία, μια ιεροψαλτική ιδιοφυία, αναμφισβήτητα, σπάνια φωνή, άψογος εκτελεστής και γνήσιος εκφραστής της Εκκλησιαστικής μουσικής μας.

    Πριν ολοκληρώσουμε την σύντομη αυτή καταγραφή της ζωής και του έργου του Μανώλη Χατζημάρκου, θέλουμε να διασώσουμε τέσσερα ακόμα σημεία, που δείχνουν τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόταν την Βυζαντινή μουσική, την ιεροψαλτική διακονία, όσο και την διδασκαλία της ψαλτικής τέχνης. Το πρώτο σχετίζεται με την συνείδηση που τον διέκρινε ότι η Βυζαντινή Μουσική είναι προσευχή και υπηρετεί αποκλειστικά και μόνο την Λατρεία του Θεού. Την εποχή που ήταν Πρωτοψάλτης του Μητροπολιτικού Ναού στον Βόλο, έψαλε τον Εσπερινό του Σαββάτου, κατά μήνα Ιούλιο, μέσα στον καύσωνα, με δυο τρεις ανθρώπους στο εκκλησίασμα. Έψαλε, όμως, σαν να ήταν πανηγύρι, Κυριακή ή μεγάλη γιορτή. Τα έδινε όλα, σε τέτοιο βαθμό ώστε ένας από τους μαθητές του να τον ρωτήσει: «Δάσκαλε, γιατί κουράζεσαι; Μόνοι μας είμαστε. Δεν μας ακούει κανείς. Γιατί δίνεις όλο σου τον εαυτό;». Κι εκείνος του απάντησε: «Πώς λες ότι είμαστε μόνοι. Δες γύρω σου. Είναι ο Χριστός, η Παναγία, ο Άγιος Νικόλαος. Δες τους Αγίους πώς παρακολουθούν από την θέση τους πάνω από τα στασίδια. Δεν είμαστε ποτέ μόνοι, όταν ψάλλουμε. Άλλωστε, γι’ αυτούς ψάλλουμε, για να δοξάζουμε τα μεγαλεία του Θεού και να ευαρεστούμε τους Αγίους».

    Το δεύτερο σχετίζεται με την ανάγκη οι ψάλτες και οι μαθητευόμενοι να διδάσκονται απαραιτήτως ορθοφωνία, καθώς τον ενοχλούσε σφόδρα το κακό ηχόχρωμα, η ρινοφωνία, η προχειρότητα και κυρίως η κακή άρθρωση: «Η ορθοφωνία», έλεγε, «είναι ένας ξεχωριστός κλάδος της μουσικής τέχνης του άδειν, που σκοπόν έχει τη φυσική και καθαρή άρθρωση και την τοποθέτηση της φωνής όχι στη μύτη και το λάρυγγα, αλλά στη φυσική θέση, ώστε και εκείνος που ψάλλει να μην κουράζεται και εκείνος που ακούει να μην αγωνιά, διότι η ορθοφωνία διδάσκει: τη γνώση του αναπνευστικού συστήματος, την χρήση των οργάνων της άρθρωσης, την κανονικήν χρησιμοποίησιν των διαφόρων αντηχείων του στόματος, που αν τα αναφέρουμε από κάτω προς τα επάνω, είναι: ο θώρακας, οι πνεύμονες, η τραχεία, ο ρινοφάρυγξ, οι ρινικές χοάνες κ.λπ. Ο Ψάλτης, όταν είναι επαρκώς εξησκημένος, μπορεί να διευθύνει τον αρχικό ήχο και να επωφελείται από τα αντηχεία της εκλογής του, για να δώσει πιο σωστά το ζητούμενο της κάθε μουσικής φράσης. Η εκκλησιαστική μας μουσική είναι ωραία και μεγαλειώδης, μέσα στην απλότητα της, γι’ αυτό θα πρέπει, όσοι αγαπούν αυτή τη μουσική, να επισκεφθούν έναν σωστό δάσκαλο της ορθοφωνίας, για να τους διδάξει το φυσικό τρόπο του απαγγέλλειν και ψάλλειν, για να παύσει πλέον να αδικείται τόσο το ποίημα όσον και το μέλος των τροπαρίων της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας»[7].

    Το τρίτο σημείο αφορά στην χρήση των κλασικών βιβλίων στην διδασκαλία της Βυζαντινής Μουσικής, τόσο στις κατά τόπους Σχολές, όσο και ιδιωτικά: «Όσοι ασχολούνται με την Βυζαντινή κυρίως Μουσική, του πόνου της  ανθρώπινης ψυχής, πρέπει να γνωρίζουν ότι η μουσική αυτή είναι δημιουργία των Κατακομβών, του Βασιλείου, του Χρυσοστόμου, του Δαμασκηνού, του Κουκουζέλη, του Πέτρου, του Χρυσάνθου, του Δαμασκηνού, του Γρηγορίου και όλων των μεγάλων Βυζαντινών και μεταβυζαντινών δασκάλων και δεν έχει καμιά σχέση με τον τεκέ και τον μιναρέ, ούτε με τα καλαματιανά και τα συρτά, μα ούτε και με τις «χαβιαροκαντάδες» και τα όργανα ορισμένων φραγκολεβαντίνων. Ποιοι είμαστε εμείς που θα εξηγήσουμε ή θα αναλύσουμε ή θα διορθώσουμε τις μουσικές γραμμές, που μας παραδόθηκαν με θρησκευτική ευλάβεια από Αγίους Πατέρες και σοφούς μελωδούς μέσα στην αμετάλλαχτη λειτουργική πράξη της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας; Μπορούμε, για το κέφι μας, να γράφουμε και να ψάλλουμε τα μέλη που πάνε στο στόμα μας, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν επιτρέπεται τις κάθε είδους αυθαιρεσίες μας να τις διδάσκουμε για Μουσική Παράδοση, γιατί αυτή βρίσκεται κωδικοποιημένη μέσα στα κλασικά βιβλία, που έφτασαν σε μας γραμμένα και εξηγημένα από κολοσσούς Μελωδούς και μεγάλους Δασκάλους»[8].

    Στο τέταρτο σημείο εξαίρει την προσφορά των Ιεροψαλτών, που διατηρούν ανόθευτο τον χαρακτήρα της Βυζαντινής Μουσικής, ενώ τοποθετεί στην θέση που της αρμόζει, στον πολιτισμό και στην παράδοσή μας, την ψαλτική τέχνη: «Παρόλο, που ύστερα από τόσους αιώνες, ο λίβας της κάθε είδους άρνησης και απιστίας κατεξήρανε τις καρδιές των ανθρώπων˙ παρόλο, που οι εγωισμοί, τα συμφέροντα και τα πάθη βύθισαν σε τρομερά σκοτάδια τη ζωή της ανθρωπότητας, εν τούτοις, μια εκλεκτή τάξη της Χριστιανοσύνης, οι άγρυπνοι φρουροί της Ελληνορθόδοξης μουσικής μας Παράδοσης, που είναι οι ψάλτες μας, κρατούν γερά την δάδα της πίστης, της ελπίδας και της αγάπης, για να φωτίζουν και τα πολιτιστικά σκοτάδια της ζωής των κάθε λογής αρνητών. Οι αρνητές της Μουσικής μας Παράδοσης, δίχως στέρεη και σοβαρή καλλιτεχνική μόρφωση, εκστασιάζονται για κάθε τι ιδεολογικό ή καλλιτεχνικό και παριστάνουν τον ενθουσιασμένο, αρκεί αυτό να είναι νεωτερίστικο. Αγνοούν, οι άνθρωποι αυτοί, ότι η Μουσική μας είναι ο πατροπαράδοτος θησαυρός, που έχει τους δικούς του καλλιτεχνικούς νόμους και διακρίνεται για την καθαρότητα του προσευχητικού χαρακτήρα του, δημιουργεί αληθινότερους όρους θρησκευτικής συνειδήσεως και έχει βιολογική σχεδόν δύναμη πάνω στη συνέχεια και τη διατήρηση της Εθνικής μας ζωής»[9].

    Ο  Μανώλης Χατζημάρκος τελείωσε το ταξίδι του στη γη τα ξημερώματα της Κυριακής 24 Φεβρουαρίου 2013, αφήνοντας, όμως, ανεξίτηλο το σημάδι του στον κόσμο αυτό και στις ψυχές όλων μας. Με το άγγιγμα της φωνής του και της μουσικής του ιδιοφυίας, ζωντάνεψε την μαρμαρωμένη βυζαντινή μελωδία και μας παρέδωσε θάλλοντα τα μυρίπνοα άνθη των ύμνων. Αποκάλυψε στον λαό μας τους ανεκτίμητους θησαυρούς της μουσικής μας παράδοσης, κουβάλησε μαζί του τα αηδόνια των εσπερινών και τα κοτσύφια των όρθρων. Και όσοι είχαμε την ευλογία να τον ακούσουμε, καταλάβαμε ότι το βυζαντινό μέλος δεν είναι άδειος λειτουργικός τύπος, μα ο αέναος ύμνος των αγγέλων του ουρανού, αλλά και ζωντανό τραγούδι αυτής της γης, ορμητικό, λαμπερό, πολύχρωμο, τραγούδι που απηχεί τις προαιώνιες χαρές, τα Πάθη και το Πάσχα των ανθρώπων. Γι΄ αυτό, είμαστε σίγουροι πως στα ουράνια σκηνώματα συνεχίζει να υμνεί τον Τριαδικό Θεό, μαζί με τους  Αγγέλους, τους δασκάλους και τους συμψαλμωδούς του στα ιερά αναλόγια.

     

    [1] Β. ΠΟΛΥΖΟΣ, Τα κατά Χατζημάρκον, CD «Μανώλης Χατζημάρκος Απόστολοι και Κρατήματα», Βόλος, 1996.

    [2] βλ. Μ. ΜΕΛΕΤΗΣ, Μανώλης Χατζημάρκος, η ιστορία μιας ζωής, «Πληροφόρηση», 1308, Μάρτιος – Απρίλιος 2013, σ.σ.2-3.

    [3] Σ. ΜΟΥΡΤΖΟΠΟΥΛΟΣ, Για την Μαγνησία ήταν ουρανόσταλτο δώρο, «Πληροφόρηση», ό.π., σ.4.

    [4] ό.π. σ.4.

    [5] Ζ. ΝΙΚΟΛΕΡΗΣ, Μανώλης Χατζημάρκος: ο κορυφαίος των κορυφαίων!, ό.π., σ.4.

    [6] Β. ΠΟΛΥΖΟΣ, Τα κατά Χατζημάρκον, CD «Μανώλης Χατζημάρκος Απόστολοι και Κρατήματα», Βόλος, 1996.

    [7] Μ. ΧΑΤΖΗΜΑΡΚΟΣ, Ψάλτες και ορθοφωνία, «Θεσσαλία», 24/8/2001.

    [8] Μ. ΧΑΤΖΗΜΑΡΚΟΣ, «Μελωδική ανθοδέσμη», τόμος Β΄, Αθήναι, 1985, σ.σ. 10-11.

    [9] Μ. ΧΑΤΖΗΜΑΡΚΟΣ, «Μελωδική ανθοδέσμη», τόμος Α΄, Αθήναι, 1984, σ.σ. 12-13.

    Επικοινωνία

    Σχολή Βυζαντινής Μουσικής

    Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος & Αλμυρού

    Διεύθυνση: Αναλήψεως 164Α – Όγλ., Τ.Κ. 38221, ΒΟΛΟΣ

    Τηλ.: 24210 93517, 2421040440, 6972838348
    email: sxolibmimd@gmail.com

     

     

    © 2024 Σχολή Βυζαντινής Μουσικής Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος & Αλμυρού. All Rights Reserved.

    Powered by Virtual Technologies