ΟΜΙΛΙΑ
Του Αρχιμ. Επιφανίου Οικονόμου
Δ/ντού της Σχολής Βυζαντινής Μουσικής
της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος
Σύγχρονο Ωδείο Κρήτης - Ηράκλειο, 15/2/2020
Νιώθω ιδιαίτερη χαρά και τιμή, γιατί η ευγενική πρόσκληση του κ. Ιωάννου Δαμαρλάκη με έφερε στην ηρωοτόκο και Αγιοτόκο Κρήτη, προκειμένου να συμμετάσχω και να ομιλήσω στο διήμερο αφιέρωμα, που ο Παγκρήτιος Σύλλογος Φίλων Βυζαντινής Μουσικής «Άγιος Ιωάννης ο Κουκουζέλης» διοργανώνει εις μνήμην του μεγάλου Δασκάλου και Πρωτοψάλτου Μανώλη Χατζημάρκου. Γι’ αυτό και εκ προοιμίου τον ευχαριστώ. Πρωτίστως, όμως και καθηκόντως, ευχαριστώ τον Σεβ. Αρχιεπίσκοπο Κρήτης κ. Ειρηναίο για την παρασχεθείσα κανονική άδεια και ευλογία του, καθότι, χωρίς την ευχή και την ευλογία του επιχώριου Ποιμενάρχου, ουδέν αγαθόν γίνεται σε μία Τοπική Εκκλησία.
Θέλησα απόψε ν’ αναπτύξω στην αγάπη σας ένα θέμα, το οποίο αποκαλύπτει τον σκοπό ύπαρξης της Βυζαντινής Μουσικής και ως εκ τούτου τον ρόλο εκείνων που την αγαπούν και την υπηρετούν. Μακάρι δε, τα όσα θα ακουστούν στην συνέχεια να γίνουν αφορμή για γόνιμο και εποικοδομητικό διάλογο.
Όλοι όσοι είμαστε απόψε εδώ, μαθητές της ψαλτικής, δάσκαλοι, Ιεροψάλτες και Κληρικοί, αλλά και απλοί φιλόμουσοι, διακονούμε, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, την Βυζαντινή Μουσική, που συνιστά ένα από τα ακριβότερα συστατικά της Ελληνορθόδοξης παράδοσης και του πολιτισμού μας. Ταυτόχρονα, όμως, συνιστά ζωντανό και δυναμικό στοιχείο της Ορθόδοξης Λατρείας μας, που, ως τέχνη, που παραδίδεται από γενιά σε γενιά και ως επιστήμη, που εξηγείται, ανήκει στις Λατρευτικές τέχνες της Εκκλησίας μας και διακονεί, με τον μυσταγωγικό της χαρακτήρα, την ιερή υπόθεση της σωτηρίας μας. Αυτό σημαίνει ότι η Ψαλτική δεν έχει μουσειακό χαρακτήρα, ούτε είναι μία ξεπερασμένη παράδοση. Η μουσική μας είναι απαραίτητο και ζωαρχικό στοιχείο της Λατρείας μας, που ξεκινώντας από τα πολύ παλιά χρόνια, έφτασε μέχρι τις μέρες μας, εξελιγμένη και εξηγημένη από τους μεγάλους βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς δασκάλους, μουσικολογιωτάτους πρωτοψάλτες, λαμπαδαρίους, δομεστίχους, μοναχούς, ιερομονάχους, λογιωτάτους κληρικούς, επισκόπους και πατριάρχες, με μία αδιάκοπη διαδοχή. «Όλοι αυτοί», όπως επισημαίνει ο Καθηγητής Γρηγόριος Στάθης, «είναι άνθρωποι του εκκλησιαστικού περιβόλου, που εμόχθησαν και μοχθούν για την Εκκλησία, που από μικρά παιδιά μέχρι τα βαθιά τους γεράματα, ψέλνουν τον Θεό και τους αγίους Του»[1].
Η Βυζαντινή Μουσική, λοιπόν, είναι ενταγμένη στην Θεία Λατρεία. Και όταν ομιλούμε περί Θείας Λατρείας, οφείλουμε να γνωρίζουμε ότι αναφερόμαστε στον λόγο και στον σκοπό ύπαρξης της Εκκλησίας. Η Εκκλησία μας είναι η λατρεύουσα κοινότητα των Αγίων, όλων ημών δηλ. που, ενταγμένοι στους κόλπους Της, ενεργούμε, διά των ιερών Μυστηρίων, τον διαρκή αγιασμό μας. Έχουσα, μάλιστα, ως κέντρο της την Θεία Λειτουργία, η Θεία Λατρεία διακονεί το έργο της σωτηρίας μας, αποσκοπώντας στην οντολογική ένωσή μας με τον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό, διά του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας.
Η Βυζαντινή Μουσική, λοιπόν, υπάρχει, για να υπηρετεί το λειτουργικό γεγονός, γι΄ αυτό έχει λατρευτικό και προσευχητικό χαρακτήρα. Είναι μέσο, με το οποίο οι πιστοί επικοινωνούν με τον Θεό, υπερνικούν την διάσταση του είναι, ανάγονται στις υψηλές σφαίρες της πνευματικότητας και θεώνονται. «Δεν είναι η μουσική μας αυτοσκοπός», όπως διεκήρυσσε ο μουσοτραφής και λάτρης της Ψαλτικής τέχνης Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών & Πάσης Ελλάδος Χριστόδουλος, «αλλά μέσον δι’ ού ευκολώτερον αναγόμεθα εις τον πραγματικόν και μοναδικόν σκοπόν, την μετά του Θεού επαφήν και επικοινωνίαν. Ιδού, λοιπόν, ο σκοπός της μουσικής μας. Δεν προώρισται αύτη να ηδύνει τας ακοάς, αλλά να μετοχετεύει εις τας καρδίας τας υψηλάς των ιερών κειμένων εννοίας, οίτινες μεταρσιώνουν τον άνθρωπον εις αιθέρια και υπερκόσμια ύψη»[2].
Στην μυσταγωγική ατμόσφαιρα της Θείας Λατρείας η μουσική μας υπηρετεί έναν πρωτίστως πνευματικό και εκκλησιαστικό σκοπό, να μυσταγωγεί τις ψυχές και να ανυψώνει προς τον Θεό τις καρδιές των πιστών. «Η πραγματική Βυζαντινή Μουσική είναι εκείνη που φέρνει τον άνθρωπο στην κατάνυξη˙ εκείνη που τον κάνει να θεολογεί˙ εκείνη που σταματάει τον νου του από την περιπλάνηση στον κόσμο των παθών και της πλάνης˙ εκείνη που «ομαλίζει την κράσιν του σώματος», όπως λέγει ο αββάς Θαλάσσιος. Η πραγματική μουσική της Εκκλησίας είναι εκείνη που βοηθάει το έργο της προσευχής˙ εκείνη που «τα πάθη κατευνάζει και την ακρασίαν (ακράτεια) του σώματος ηρεμείν απεργάζεται», κατά τον αββά Νείλο˙ εκείνη που «καθαίρει τον νουν» και δίδει την ανοδική κίνηση στην καρδιά, που είναι ένας πραγματικός «αικισμός» της σαρκός, κατά τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή»[3].
«Η ψαλμωδία», κατά τον Όσιο Εφραίμ τον Σύρο, «είναι προσέλκυση της βοηθείας των Αγγέλων, όπλο για τους νυκτερινούς φόβους, ανάπαυση για τους κόπους της ημέρας, ασφάλεια για τα νήπια, κόσμημα για τους γέροντες, παρηγοριά για τους ηλικιωμένους, ταιριαστό στολίδι για τις γυναίκες. Είναι το αλφάβητο για τους αρχαρίους, η αύξηση γι’ αυτούς που προοδεύουν, το στήριγμα γι’ αυτούς που προχωρούν στην τελειότητα, φωνή της Εκκλησίας. Αυτή λαμπρύνει τις γιορτές, αυτή προξενεί την λύπη, που είναι σύμφωνη με το θέλημα του Θεού, διότι η ψαλμωδία βγάζει δάκρυα ακόμη και από πέτρινη καρδιά. Η ψαλμωδία είναι το έργο των Αγγέλων, το ουράνιο πολίτευμα, το πνευματικό θυμίαμα. Η ψαλμωδία είναι ο φωτισμός των ψυχών, ο αγιασμός των σωμάτων»[4].
Η Βυζαντινή Μουσική δεν υπάρχει από μόνη της, ούτε υπηρετεί τον εαυτό της. Αν συνέβαινε αυτό, στην Εκκλησία θα ψάλαμε παραλλαγή. Όμως, ψάλλουμε, μέλος, πράγμα που σημαίνει ότι η μουσική μας υπάρχει για να επενδύει τον υμνογραφικό λόγο, όπου λόγος η Θεολογία της Εκκλησίας, τα υψηλά νοήματα της Δογματικής επιστήμης, η σωτήρια Ευαγγελική διδασκαλία, τα άρρητα ρήματα του Δεσποτικού μυστηρίου, το θαύμα της Θεομητορικής παρουσίας στην υλοποίηση του Μυστηρίου της Θείας Οικονομίας, η ζωή και τα μαρτύρια των Αγίων, τα μεγάλα γεγονότα της Εκκλησιαστικής ιστορίας. «Η μουσική, με τις απλές μελωδίες της και χωρίς τον φόρτο της πολυφωνίας και των μουσικών οργάνων, ντύνει διακριτικά τον ύμνο και βοηθά στην πληρέστερη κατανόηση του εννοιολογικού περιεχομένου του. Θα λέγαμε ότι η Βυζαντινή Μουσική δεν παριστάνει, αλλά εκφράζει την έννοια του λόγου και διευκολύνει την κατανόηση των Θείων μηνυμάτων. Αυτό γίνεται εμφανέστερο και από τον ιδιότυπο τρόπο σύνθεσης των μελωδιών, ο οποίος δεν βασίζεται στην ελεύθερη έμπνευση του μελοποιού, αλλά στους κανόνες που θέτει το ίδιο το ποιητικό κείμενο και ο ήχος στον οποίο ανήκει»[5].
Πολλοί λησμονούν αυτές τις αλήθειες και υποστηρίζουν ότι η τέχνη είναι για την τέχνη. «Αυτό δεν ισχύει για την Βυζαντινή Μουσική, που σκοπό της έχει να υποβοηθεί την εκπλήρωση των σκοπών της Θείας Λατρείας μας. Δεν επιθυμεί να τέρπει τις αισθήσεις, ούτε να είναι ένα απλό καλλιτεχνικό άκουσμα και ακρόαμα, όπως εκείνα που ακούονται σε αίθουσες συναυλιών. Η ηδονή, βέβαια, η αισθητική συνυπάρχει με την ακρόαση του μέλους και δεν είναι εύκολο να διαχωριστεί. Όμως, δεν είναι ορθή η άποψη ότι σκοπός της βυζαντινής μουσικής είναι να ευχαριστεί τις ακοές μας. Ποτέ το αισθητικό στοιχείο δεν έχει προτεραιότητα σ’ αυτή τη μουσική. Ούτε καν το συναισθηματικό, όπως συμβαίνει με την ευρωπαϊκή μουσική. Η Θεία Λατρεία μας δεν απευθύνεται στο συναίσθημα και το ίδιο συμβαίνει με την εκκλησιαστική μουσική, αλλά και γενικότερα με τις εκκλησιαστικές τέχνες. Αυτή αποβλέπει αλλού, υψηλότερα. Επιδιώκει, κατά τον Μέγα Βασίλειο, να δημιουργεί μέσα μας «σώφρονα λογισμόν»˙ γι’ αυτό και ο ιερός Χρυσόστομος τονίζει: «ουκ έστι θέατρον η Εκκλησία ίνα προς τέρψιν ακούωμεν». Έτσι, πρέπει να αφήνουμε έξω από την Εκκλησία τις κοσμικές μας προτιμήσεις, όπως ο Μωυσής τα σανδάλια του μπροστά στην ακατάφλεκτη βάτο. Έτσι την είδαν οι Πατέρες την μουσική μας, σαν μέσο μυσταγωγικό, την ξεχώρισαν για το σοβαρό της ήθος, την τελειοποίησαν και την παρέδωσαν ως αγιασμένη κληρονομιά στις γενεές των πιστών, ίσα με εμάς. Επομένως, κάθε προσπάθεια που θα είχε σαν στόχο την ανύψωση της μουσικής αυτής σε επίπεδο αυτοσκοπού είναι ξένη και προς το λειτουργικό μας ήθος και προς τα αξιολογικά δεδομένα της εκκλησιαστικής μας μουσικής»[6].
Έχοντας ξεκαθαρίσει ότι η Βυζαντινή Μουσική είναι θεραπαινίδα της Θείας Λατρείας, αντιλαμβανόμαστε ότι και οι θεράποντες της Ψαλτικής τέχνης, οι Ιεροψάλτες, όσο και οι εκκολαπτόμενοι μύστες του ιερού αναλογίου, υπάρχουν για να διακονούν το Λειτουργικό γεγονός και να ψάλλουν με τέτοιο τρόπο, ώστε να βοηθούν τους πιστούς στην εμπειρική και όχι συναισθηματική συμμετοχή τους στην Θεία Λατρεία. Μη ξεχνούμε, άλλωστε, ότι οι Ιεροψάλτες θεωρούνται και είναι κατώτεροι Κληρικοί, «στους οποίους η Εκκλησία ανέθεσε μία άλλου είδους ιερουργία, που οφείλουν να επιτελούν με φόβο Θεού, ταπείνωση και ευλάβεια. Οι ιεροψάλτες είναι κύριοι παράγοντες ομαλής διεξαγωγής της Θείας Λατρείας και επιβάλλεται να διακατέχονται από την επίγνωση της αποστολής τους…[7]. Έχουν αναδεχθεί το υψηλόν καθήκον να ψάλλουν, δηλ. να εκφράζουν, με την μελωδίαν της κατανυκτικής μας Εκκλησιαστικής μουσικής, τα θρησκευτικά συναισθήματα του προσευχόμενου λαού, που έχουν διατυπωθεί μέσα στους θεσπέσιους ύμνους, που εμπνευσμένοι και Άγιοι ποιητές της Εκκλησίας μας έχουν συνθέσει και άλλοι διαπρεπείς υμνωδοί έχουν μελοποιήσει…»[8].
Τα παραπάνω διδάσκει και πάλι ο Καθηγητής Γρηγόριος Στάθης, με την λυρικότητα του λόγου, που τον διακρίνει, απευθυνόμενος στον κάθε ψάλτη: «Πέρ’ από νόμους και κανόνες και βέβαια πέρ’ απ’ την καλή – και κάθε φορά καλύτερη – γνώση της θεωρίας και της πράξης της Ψαλτικής Τέχνης, της ερμηνείας δηλ. της σημειογραφίας, είναι και άλλα πράγματα που πρέπει να προσέχεις. Και πρώτο και καλύτερο το ποίημα που ψέλνεις˙ τα λόγια των ψαλμών και των τροπαρίων. Αυτά τά ‘γραψαν μεγάλοι ποιητές, υμνογράφοι, που είχαν βιωματική σχέση με τον Θεό και τους αγίους και τιμούνται κι οι ίδιοι ως άγιοι. Οι ύμνοι έχουν νοήματα υψηλά, γραμμένα με μέτρα και αρμονία και ρυθμό και με εξαίσιες λέξεις, για να εκφράσουν την πάσα θεολογία μας. Κι ήρθαν οι άλλοι ποιητές, οι μελοποιοί, κι έδωσαν φτερά στην κάθε λέξη, να πετάνε ψηλά, να φτάσουν στα ουράνια, όπου είναι σκαλωμένη η πίστη μας. Και πρέπει να ‘ρθής μετά κι εσύ, ο κάθε ψάλτης, με δέος και με σεβασμό σ’ αυτό το πλησίασμά σου με την τίμια παράδοση, να φυσήξεις πνοή με την καρδιά σου, να φτερουγούν οι ύμνοι μέσα στο ναό, και να ΄ναι περιήχημα απ’ τη γη στον ουρανό. Για να το καταφέρεις, θέλει δουλειά πολλή, και άσκηση πολλή να κουβεντιάζεις με την ψυχή σου και να την προσέχεις˙ γιατί η ψυχή σου ψέλνει με τα χείλια σου. Κι όσο πιο όσια βιωτή έχει ο ψάλτης τόσο καλύτερα ψέλνει˙ γιατί ξέρει ότι ψέλνει για το Θεό και τους αγίους του, και για τους αδελφούς του μέσα στην εκκλησιά, κι ύστερα για τον ίδιο και την τάλαινα ψυχή του»[9].
Έχοντας αυτή την συνείδηση, οι Ιεροψάλτες καλούνται όχι μόνο να διακονούν, ψάλλοντας, τα Ιερά Μυστήρια της Εκκλησίας, αλλά να γίνονται διαρκώς μέτοχοι αυτών. Η Μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας μας αφορά εξίσου όλους τους Χριστιανούς και πρωτίστως εκείνους που, ως κατώτεροι ή ανώτεροι Κληρικοί, καλούμαστε να διακονήσουμε την σωτηρία τους. Η απογύμνωση του Ιεροψαλτικού λειτουργήματος από την ζωή της μετανοίας και ιεράς Εξομολογήσεως, η αποστέρησή του από την ζωηφόρο και ζωογόνο συχνότατη μετάληψη του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, θα μετατρέψει τον Ιεροψάλτη από ιερότατο σύμβολο της Λατρευτικής εμπειρίας σε ευτελές μουσικό όργανο, σε αλαλάζον κύμβαλο κοσμικής καλλιτεχνίας, ενώ θα υποβαθμίσει την διακονία του σε συμβατική υποχρέωση υπαλληλικού χαρακτήρα.
Παράλληλα, οι Ιεροψάλτες οφείλουν να έχουν πάντοτε κατά νουν ότι η διακονία τους είναι προσευχητική, ότι η Βυζαντινή μουσική είναι προσευχή. Η προσευχή δεν είναι μια απλή πτυχή στη ζωή του Χριστιανού, ούτε μια λεπτομέρεια της πνευματικής ζωής. Είναι η ίδια τρόπος ζωής, είναι το οξυγόνο και η αναπνοή της πνευματικής ζωής. Ως εκ τούτου, ο άνθρωπος που συνειδητά θέλει να βιώσει την ζωή της Εκκλησίας, οφείλει να είναι προσευχόμενος άνθρωπος, έργοις και λόγοις, να «προσεύχεται αδιαλείπτως»[10], δηλ. να έχει στραμμένο διαρκώς τον νου και την καρδιά του στον Θεό. Ο Ιεροψάλτης καλείται, όχι να προκαλεί τον θαυμασμό και το εγκώμιο των ακροατών του, όχι απλώς να ικανοποιεί το καλλιτεχνικό τους συναίσθημα, αλλά να παρασύρει τους Χριστιανούς σε προσευχή και να συμβάλλει στην πνευματική τους καλλιέργεια. Με άλλα λόγια, το καλλιτεχνικό άκουσμα πρέπει, πάση θυσία, να υπηρετεί την Εκκλησιαστική αγωγή των ψυχών και τις ουσιαστικές ανάγκες του μυστηρίου της εν Χριστώ απολυτρώσεως. Αυτό είναι το μέτρο και το κριτήριο της επιτυχίας του και για να συμβεί δεν απαιτεί εξεζητημένες φωνητικές ικανότητες, ούτε επιστημονική Μουσικολογική κατάρτιση. Απαιτεί ο ίδιος να είναι άνθρωπος προσευχής, να ψάλλει προσευχόμενος και να προσεύχεται ψάλλων. Η σκέψη και ολόκληρος ο εαυτός του πρέπει να βρίσκεται προσηλωμένος στα λόγια των ύμνων και να βιώνει συνεχώς τις αλήθειες που κρύβει η εκκλησιαστική ποίηση, τις οποίες προσπαθεί η εκκλησιαστική μουσική να τονίσει με τον δικό της τρόπο. Τότε και μόνο τότε θα αναγάγει τις καρδιές των εκκλησιαζομένων στο απαραίτητο εκείνο πνευματικό ύψος στο οποίο μάς καλεί η Θεία Λατρεία και θα εκπληρώνει ουσιαστικά και όχι τυπικά τον ιδιαίτερο Εκκλησιαστικό του ρόλο. Διαφορετικά, θα ισχύει για εκείνον το ψαλμικό «πολλάκις την μελωδίαν εκτελών, ευρέθην την αμαρτίαν εκπληρών, τη μεν γλώσση άσματα φθεγγόμενος, τη δε ψυχή άτοπα λογιζόμενος»[11].
Ενώ, όμως, όπως είπαμε, οι ιεροψάλτες είναι κύριοι παράγοντες ομαλής διεξαγωγής της Θείας Λατρείας, εντούτοις, δεν είναι οι πρωταγωνιστές. Το κέντρο της Θείας Λατρείας δεν είναι το ιεροψαλτικό αναλόγιο, αλλά η Αγία Τράπεζα. Ο βασικός πρωταγωνιστής είναι ο λειτουργός Ιερεύς, που τελεί τα ιερά Μυστήρια και όχι ο Ιεροψάλτης. Διά τούτο, «ο ιεροψάλτης επ’ ουδενί επιτρέπεται να επισκιάζει τον λειτουργό και το έργο του λειτουργού, που είναι και το κύριο έργο της λατρείας. Δεν πρέπει αυτός να κυριαρχεί, αλλά το θυσιαστήριο. Εάν αυτός πρωταγωνιστεί, τότε έχουμε ανατροπή της τάξεως και της ιεραρχίας. Αυτός έχει χρέος να διακονεί «μετά αιδούς και ευλαβείας»[12]. Αυτό είναι βασικός κανών της Ορθοδόξου Παραδόσεως»[13].
Ως διάκονος της Θείας Λατρείας, ο Ιεροψάλτης πρέπει να έχει πάντα κατά νουν ότι δεν ψάλλει για τον εαυτό του, αλλά εξ ονόματος του λαού και για τον λαό. Ο αείμνηστος λόγιος Μητροπολίτης Αχελώου Ευθύμιος τόνιζε ότι, «το αντικείμενο της διακονίας του ψάλτου είναι η «μετά πάσης σοφίας και συνέσεως» ανάγνωση και μελωδική απαγγελία των ύμνων και των προσευχών, που ολόκληρο το πλήρωμα της Εκκλησίας απευθύνει διά του στόματός του. Αυτό πάλι έχει την έννοια ότι ο ψάλτης διαβάζει ή απαγγέλλει μελωδικά ως αντιπρόσωπος του λαού του Θεού. Η ιεροψαλτική, επομένως, διακονία δεν είναι αυτοτελής και προσωπική, αλλά μια αντιπροσωπευτική εκκλησιαστική λειτουργία. Αυτό σημαίνει ότι ο ψάλτης δεν είναι μονωδός (σολίστας), αλλά υμνωδός και μελωδός, ψάλτης δηλ. της Εκκλησίας, που ψάλλει εκ μέρους και εξ ονόματος του λατρεύοντος λαού. Με άλλα λόγια, ο ψάλτης της Εκκλησίας, όχι μόνο δεν μπορεί να αγνοεί ή να περιφρονεί τον προσευχόμενο λαό, αλλά, πολύ περισσότερο, καλείται να τον εκφράζει και να τον ικανοποιεί απόλυτα. Το βασικό, επομένως, κριτήριο της μουσικής διακονίας του ψάλτου πρέπει να είναι η αντιπροσωπευτική και ικανοποιητική, για τον λαό, απόδοση και εκτέλεση των ύμνων και των προσευχών»[14].
Με όλα τα παραπάνω, αγαπητοί μου, θελήσαμε να καταθέσουμε την εμπειρία της Εκκλησίας γύρω από τον σκοπό ύπαρξης της μουσικής μας και της απαράμιλλης ψαλτικής τέχνης. Καταθέσαμε, όμως και την προσωπική μας μαρτυρία, αφού διακονούμε τόσο το ιερό Θυσιαστήριο, όσο και το ιερό αναλόγιο, για περίπου σαράντα χρόνια, ενώ, παράλληλα, φροντίζουμε για την σπουδή και την παραγωγή των νέων Ιεροψαλτών μας, στην Σχολή Βυζαντινής Μουσικής της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος, την οποία, με την ευχή του Επισκόπου μας, διευθύνουμε. Κυρίως, όμως, φροντίζουμε να καλλιεργούμε στους μαθητές μας το απαραίτητο λειτουργικό ήθος, την συνείδηση δηλ. ότι δεν είναι κοινοί καλλιτέχνες και ερμηνευτές, αλλά υπεύθυνοι ιερουργοί, εντολοδόχοι και εκπρόσωποι του λαού στο έργο της προσευχής και της Λατρείας.
[1] ΓΡ. ΣΤΑΘΗΣ, Η Ψαλτική τέχνη στην ορθόδοξη λατρεία, «Εφημέριος», 4/1983, σ.45.
[2] ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ, Αρχιεπίσκοπος Αθηνών & Πάσης Ελλάδος, Μουσικολογικά ανάλεκτα, Αθήναι, 1976, σ. 136.
[3] Π.Β. ΠΑΣΧΟΣ, Έρως Ορθοδοξίας, Δ΄ έκδοσις, Αθήναι, 1987, σ. 91.
[4] βλ. Ε. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Αρχιμανδρίτης, Η μουσική της Εκκλησίας όαση στην έρημο των αισθήσεων του σύγχρονου κόσμου, «Κατακόμβη», 4, Βόλος, Δεκέμβριος 1997, σ. 198.
[5] Γ. ΑΜΑΡΓΙΑΝΑΚΗΣ, Δίαυλος θείων μηνυμάτων, «Καθημερινή», «Επτά Ημέρες», 16/4/1995, σ.σ. 6-7.
[6] ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ, Βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα της Βυζαντινής Μουσικής, Κοζάνη, 1991, σ.σ. 12-13.
[7] ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ, Έργα, τόμος Β’, «Λειτουργικαί εγκύκλιοι», Αθήνα, 2010, σ. 217.
[8] ό.π., σ. 220.
[9] ΓΡ. ΣΤΑΘΗΣ, Ερωταποκρίσεις και Ακριβολογήματα της Ψαλτικής Τέχνης, β΄ έκδοση, Αθήνα, 2016, σ.σ.207-208.
[10] Α΄ Θεσ. 5,17
[11] Στιχηρό απόστιχο όρθρου Δευτέρας, ήχος Γ΄.
[12] Εβρ. 12,28.
[13] Α.Ω., Δέκα σημεία για την ψαλμωδία, «Ανάπλασις», Ιανουάριος – Φεβρουάριος 1993, σ. 15.
[14] βλ. ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ, Μητροπολίτης Αργολίδος, «Ψαλώ τω Θεώ μου» ή τω εαυτώ μου;, Α΄ έκδοση, Ναύπλιο, Δεκέμβριος 2015, σ. 39.