Αρχιμ. Επιφάνιου Οικονόμου, "Ο Ιεροψάλτης ως Εκκλησιαστική προσωπικότητα", ομιλία στον Μητροπολιτικό Ι.Ν. Αγ. Νικολάου Βόλου, 6/10/2013


     

    Ομιλία Αρχιμ. Επιφάνιου Οικονόμου, Ιεροκήρυκος,

    Χοράρχου Βυζ. Χορωδίας Κληρικών Ι.Μ.Δ.
    στην Εορτή Συνδέσμου Ιεροψαλτών Βόλου
    (Μητροπολιτικός Ιερός Ναός Αγίου Νικολάου Βόλου, 6/10/2013)

     

    Σεβασμιώτατε, Πάτερ και Δέσποτα,

    Σεβαστοί Πατέρες,

    Εκλεκτή των Ιεροψαλτών ομήγυρις,

    Αγαπητοί αδελφοί,

     

              Η Χάρις του Θεού μάς αξιώνει και εφέτος να εορτάζουμε την μνήμη του Οσίου Ιωάννου του Κουκουζέλους, προστάτου του ομωνύμου Συνδέσμου Ιεροψαλτών της Τοπικής μας Εκκλησίας και κορυφαίου υμνωδού και συνθέτου της Εκκλησιαστικής Μουσικής μας παράδοσης. Μάς καλεί, συνάμα, να αναπέμψουμε ύμνους δοξολογίας προς τον Δωρεοδότη των Θείων χαρισμάτων Ιησού Χριστό, τιμώντας την ιεροψαλτική κορωνίδα του 14ου αιώνος, «το ηδύφωτον όργανον, την κιθάραν την εύρυθμον, την λιγυράν κινύραν και την ηδύπνοον, των μουσικών το αγλάισμα, τον μέγαν διδάσκαλον»[1]

    Ο οσιακός βίος του Κουκουζέλους πολλάκις έχει παρουσιαστεί στο παρελθόν, κατά την ημέρα της μνήμης του, από σημαντικούς εκπροσώπους του Ιεροψαλτικού κόσμου. Έχει επισημανθεί η αξεπέραστη προσφορά του στην προαγωγή της Ψαλτικής τέχνης, στην πρόοδο της Βυζαντινής Υμνογραφίας, στην μεταρρύθμιση της Βυζαντινής Μουσικής. Γι΄ αυτό θεωρούμε υπερβολικό να επιμείνουμε σε σημεία που έχουν πολλαπλώς αναλυθεί. Κρίνουμε, όμως, σκόπιμο να θυμίσουμε τις ευλογημένες αντιθέσεις που χαρακτηρίζουν την αγία ζωή του και τον καθιστούν ιδιαίτερο και ξεχωριστό. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Συναξαρίου του, που αποδίδει η υμνογραφική αποτύπωση του βίου του, ο Ιωάννης, αν και γνώρισε εκ σπαργάνων την φτώχεια, δεν βαρυγκώμησε κατά του Θεού, ούτε επιδόθηκε στο κυνήγι του πλουτισμού, αλλά πόθησε περισσότερο τον πλούτο του ουρανού. Αν και γνώρισε την βασιλική εύνοια και προστασία, λόγω της καλλικέλαδης φωνής του, γρήγορα κατανόησε την ματαιότητα των κοσμικών αξιωμάτων και αναζήτησε την εύνοια του ουρανίου Βασιλέως. Αν και δέχθηκε τον πειρασμό της απαστράπτουσας αρχοντικής περιβολής, τάχιστα την αντήλλαξε με το φθαρμένο ράσο της μοναχικής ασκήσεως. Αν και θα μπορούσε να χορτάσει τις ηδονές του βίου, προτίμησε την ουράνια ευδαιμονία της ασκητικής αφιερώσεως. Με τον τρόπο αυτό άνοιξε για εκείνον ο ουρανός και ο ίδιος έγινε συμπολίτης όλων των μελωδών[2] 

    Ο Ιωάννης υπήρξε ο Πρωτοψάλτης των Ανακτόρων. Θα περίμενε κανείς η επίζηλη αυτή ιδιότητα να πληρώσει την ψυχή του και να τροφοδοτεί διαρκώς τον εγωισμό του. Γνώριζε, όμως, ότι η Ψαλτική τέχνη και υμνωδία δεν υπάρχει για να τέρπει τις ακοές των Βασιλέων, δεν λειτουργεί ως κοσμική καλλιτεχνία ανταγωνιστικού χαρακτήρα, δεν υφίσταται για να προκαλεί τον θαυμασμό των ακροατών της, αλλά για να υμνεί τα μεγαλεία του Θεού, να μεταφέρει τις προσευχές του λαού στον θρόνο του ουρανού, να συμβάλει στην προαγωγή της Θείας Λατρείας, να επενδύει μελωδικά την προσευχή της Εκκλησίας. Γι’ αυτό δίδαξε, με τις επιλογές της ζωής του, προς όλους όσοι στην πορεία του χρόνου αποφασίζουν να διδαχθούν την τέχνη του και να συνεχίσουν την παράδοσή του, πως ο Ιεροψάλτης δεν είναι μία καλλιτεχνική προσωπικότητα, κοσμικού τύπου, αλλά μία ακραιφνώς Εκκλησιαστική προσωπικότητα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την παρουσία του πάνω στο Αναλόγιο, αλλά και ευρύτερα, κάθε στιγμή της ζωής του.

    Η Ιεροψαλτική Εκκλησιαστική προσωπικότητα διακρίνεται από δύο διαστάσεις: την μουσική και την πνευματική. Η πρώτη αφορά στην μουσική κατάρτιση του Ιεροψάλτου, στην ποιότητα των φωνητικών του προσόντων, στις γραμματικές του γνώσεις, που είναι απαραίτητες για την βιωματική και όχι μηχανική απόδοση των ύμνων. Εμείς, όμως, επιλέγουμε να σταθούμε στην πνευματική διάσταση, που οφείλει να χαρακτηρίζει τον Ιεροψάλτη, ως Εκκλ/κή προσωπικότητα, απευθυνόμενοι κυρίως στις νέες γενιές των Ιεροψαλτών, στους σπουδαστές και θεράποντες της Ψαλτικής τέχνης, που καλούνται να συνεχίσουν την παράδοση των προκατόχων τους και δασκάλων μας.

     

    Α. Ο ρόλος του Ιεροψάλτου είναι να υμνεί και να δοξολογεί τα μεγαλεία του Θεού, όχι μόνον όσο ίσταται επί του ιερού Αναλογίου, αλλά καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Ο Ιεροψάλτης οφείλει να είναι ο ίδιος και κατά τη Θεία Λατρεία και έξω από αυτήν. Το έργο του δεν τελειώνει με το «Δι’ ευχών…» της Θείας Λειτουργίας, αλλά συνεχίζεται στο οικογενειακό του περιβάλλον, στον εργασιακό του χώρο, στο πεδίο των κοινωνικών του συναναστροφών. Ο Ιεροψάλτης δεν πρέπει να ξεχνά ποτέ ότι είναι κατώτερος Κληρικός και ότι η υπεροχική θέση που κατέχει στην Εκκλησιαστική ζωή τον καθιστά υπόδειγμα βίου και πολιτείας. Είναι «επιστολή Χριστού… εγγεγραμμένη ου μέλανι, αλλά Πνεύματι Θεού ζώντος, ουκ εν πλαξί λιθίναις, αλλά εν πλαξί καρδίαις σαρκίναις…»[3], όπως υποδεικνύει ο Απόστολος Παύλος. Η ευθύνη του είναι πολλαπλή έναντι όσων τον περιβάλουν και τον συναναστρέφονται σε κάθε πτυχή του βίου του. Ο λαός αναμένει απ’ αυτόν να εκπέμπει ευλάβεια, ευσέβεια και ήθος Ιησού Χριστού, να φλέγεται η καρδιά του από αγάπη προς τον Θεό. Έλεγε ο μουσοτραφής και λάτρης της Ψαλτικής τέχνης Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος ότι «η ιερότης της αποστολής του Ιεροψάλτου επιβάλλει στον φορέα της να είναι πρόσωπον ακατάγνωστον, ήτοι να διάγει σεμνά και να έχει καλήν έξωθεν μαρτυρίαν. Ιεροψάλτης ασεβής έναντι των Θείων ή έναντι της Προϊσταμένης του αρχής, συνιστά παραφωνίαν, η οποία, οσάκις επισημαίνεται, βλάπτει και τον ίδιον και την Εκκλησίαν»[4]

    «Εάν κάθε Χριστιανός πρέπει να ζει βίον ευσεβείας και αρετής, το καθήκον τούτο βαρύνει ιδιαιτέρως τους λειτουργούς της Εκκλησίας, μεταξύ δε αυτών και τους ψάλτες. Διότι αυτοί έχουν την υψηλή τιμή να προσφέρουν, εκ μέρους του Χριστιανικού πληρώματος, λατρείαν αινέσεως και ευχαριστίας και ικεσίας προς τον άπειρον Δημιουργόν και Πατέρα, τον άγιον Θεόν. Διά τούτο ο Ιεροψάλτης, έχων υπόψιν το Γραφικό «ουχ ωραίος αίνος εν στόματι αμαρτωλού»[5], πρέπει να είναι πιστός και ευσεβής και αφοσιωμένος εις τον Χριστόν και την Εκκλησίαν. Τόσον δε εν τω Ναώ, όσον και έξω αυτού, οφείλει να είναι σεμνός και σοβαρός και αξιοπρεπής και να μη δίδει αφορμήν οιουδήποτε σκανδάλου, αλλά να παρέχει εαυτόν παράδειγμα Χριστιανικής ζωής. Διότι διαφορετικά, θα ακούσει το “μετάστησον απ’ εμού ήχον ωδών σου και ψαλμόν οργάνων σου ουκ ακούσομαι[6]»[7]

    Β. Την ίδια στιγμή ο Ιεροψάλτης καλείται όχι μόνο να διακονεί, ψάλλοντας τα Ιερά Μυστήρια της Εκκλησίας, αλλά να γίνεται διαρκώς μέτοχος αυτών. Η Μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας μας αφορά εξίσου όλους τους Χριστιανούς και πρωτίστως εκείνους που, ως κατώτεροι ή ανώτεροι Κληρικοί, καλούμαστε να διακονήσουμε την σωτηρία τους. Η απογύμνωση του Ιεροψαλτικού λειτουργήματος από την ζωή της μετανοίας και ιεράς Εξομολογήσεως, η αποστέρησή του από την ζωηφόρο και ζωογόνο συχνότατη μετάληψη του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, θα μετατρέψει τον Ιεροψάλτη από ιερότατο σύμβολο της Λατρευτικής εμπειρίας σε ευτελές μουσικό όργανο, σε αλαλάζον κύμβαλο κοσμικής καλλιτεχνίας, ενώ θα υποβαθμίσει την διακονία του σε συμβατική υποχρέωση υπαλληλικού χαρακτήρα.

    Παράλληλα, ο Ιεροψάλτης οφείλει να έχει πάντοτε κατά νουν ότι η διακονία του είναι προσευχητική, ότι η Βυζαντινή μουσική είναι προσευχή. Η προσευχή δεν είναι μια απλή πτυχή στη ζωή του Χριστιανού, ούτε μια λεπτομέρεια της πνευματικής ζωής. Είναι η ίδια τρόπος ζωής, είναι το οξυγόνο και η αναπνοή της πνευματικής ζωής. Ως εκ τούτου, ο άνθρωπος που συνειδητά θέλει να βιώσει την ζωή της Εκκλησίας, οφείλει να είναι προσευχόμενος άνθρωπος, έργοις και λόγοις, να «προσεύχεται αδιαλείπτως»[8], δηλ. να έχει στραμμένο διαρκώς τον νου και την καρδιά του στον Θεό. Ο Ιεροψάλτης καλείται, όχι να προκαλεί τον θαυμασμό και το εγκώμιο των ακροατών του, όχι απλώς να ικανοποιεί το καλλιτεχνικό τους συναίσθημα, αλλά να παρασύρει τους Χριστιανούς σε προσευχή και να συμβάλει στην πνευματική τους καλλιέργεια. Με άλλα λόγια, το καλλιτεχνικό άκουσμα πρέπει, πάση θυσία, να υπηρετεί την Εκκλησιαστική αγωγή των ψυχών και τις ουσιαστικές ανάγκες του μυστηρίου της εν Χριστώ απολυτρώσεως. Αυτό είναι το μέτρο και το κριτήριο της επιτυχίας του και για να συμβεί δεν απαιτεί εξεζητημένες φωνητικές ικανότητες, ούτε επιστημονική Μουσικολογική κατάρτιση. Απαιτεί ο ίδιος να είναι άνθρωπος προσευχής, να ψάλει προσευχόμενος και να προσεύχεται ψάλλων. Τότε και μόνο τότε θα αναγάγει τις καρδιές των εκκλησιαζομένων στο απαραίτητο εκείνο πνευματικό ύψος στο οποίο μάς καλεί η Θεία Λατρεία και θα εκπληρώσει ουσιαστικά και όχι τυπικά τον ιδιαίτερο Εκκλησιαστικό του ρόλο.

    Γ. Ο Ιεροψάλτης, ως Εκκλησιαστή προσωπικότητα, καλείται να καλλιεργεί και να επιδεικνύει Εκκλησιολογική συνείδηση και φρόνημα. Αυτό σημαίνει προσαρμογή στα Εκκλησιαστικά θέσμια, υπακοή στην Εκκλησιαστική ιεραρχία, απόδοση τιμής και σεβασμού στο ιερό ράσο των Κληρικών, αλλά και στο βαρύτιμο δικό του ράσο, το οποίο πάντοτε οφείλει να φέρει όσο ίσταται επί του ιερού Αναλογίου. Εκκλησιολογικό φρόνημα σημαίνει, επίσης, αποφυγή του καταστροφικού πειρασμού της ιεροκατηγορίας, απάρνηση κάθε είδους διεκδικήσεων που προσιδιάζουν περισσότερο σε κοσμικούς – συνδικαλιστικούς χώρους, παρά στην Εκκλησία. Ο πειρασμός της αμοιβής, η οποία ασφαλώς οφείλει να καταβάλλεται, επ’ ουδενί πρέπει να τον αποπροσανατολίζει από τα ιερότατα καθήκοντά του. Άλλωστε, είναι κοινά αποδεκτό ότι η Εκκλησιαστική διακονία, όποια κι αν είναι αυτή, δε μπορεί να αποτιμηθεί οικονομικά, γιατί το ύψος και το περιεχόμενό της υπερβαίνουν τα κοσμικά δεδομένα. Μπορεί μόνο να τιμηθεί συμβολικά, προσαρμοσμένη στα δεδομένα της κάθε εποχής.  Τις αλήθειες αυτές πολλάκις είχε επισημάνει στο παρελθόν ο Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, θέλοντας να προφυλάξει τον Ιεροψαλτικό κόσμο από εκτροπές και ανέξοδες διεκδικήσεις, που θα συντελούσαν στην φθορά και τελικά, στην απαξίωσή του: «Αποτελείτε τμήμα ενός ιερού Σώματος, που έχει από τον ίδιο τον Θεό λάβει την αποστολή να Τον υπηρετεί. Οφείλετε να συνειδητοποιήσετε αυτή την αλήθεια, ότι δηλ. ανήκετε σε ένα σώμα, δεν είσθε ελεύθεροι σκοπευτές, ούτε μισθοβίωτοι συνδικαλιστές. Δεν ψάλλετε για να ζήσετε, ζείτε για να ψάλλετε. Αυτό σημαίνει το «ψαλώ τω Θεώ μου έως υπάρχω»[9] Αναγνωρίζετε μια ιεραρχία που υπάρχει στην Εκκλησία, τον Επίσκοπο, τον ιερέα σας, ύστερα. Δεν μπορείτε σεις να μιμείσθε στην πράξη ενέργειες άλλων εργαζομένων, συνδικαλισμένων ή μη, που απάδουν στην ιερότητα της Εκκλησίας μας…»[10]

    Όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά του Ιεροψαλτικού λειτουργήματος και πολλά άλλα, που η στενότητα του χρόνου δε μάς επιτρέπει να παραθέσουμε, χαρακτηρίζουν τον οσιακό βίο του σήμερα εορταζομένου Ιωάννου του Κουκουζέλους, Προστάτου των Ιεροψαλτών μας. Τα καταθέσαμε ως προτροπή για την αρτιότερη και πληρέστερη τιμή του Αγίου μας, καθότι, ως γνωστόν, η καλύτερη τιμή ενός Αγίου είναι η μίμηση της ζωής του. Τα καταθέσαμε, όμως και με άπειρο σεβασμό και εξαιρετική τιμή προς ένα χώρο, τον Ιεροψαλτικό, τον οποίο με αγάπη και συνέπεια υπηρετήσαμε και υπηρετούμε, αλλά και με ευγνωμοσύνη προς τους αξίους δασκάλους μας, που μάς δίδαξαν τον τρόπο του «λατρεύσωμεν ευαρέστως τω Θεώ μετά αιδούς και ευλαβείας»[11] Όσα, όμως, παραθέσαμε, αν ισχύουν μία φορά για τους διακονητές της Ψαλτικής τέχνης, τους Ιεροψάλτες, ισχύουν πολλαπλασίως για τους υπηρέτες του Ιερού Θυσιαστηρίου, όλους εμάς τους κληρικούς. Από κοινού συνιστούμε τους υπεύθυνους εκείνους παράγοντες της Θείας Λατρείας, που οφείλουμε να διακονούμε τον λαό του Θεού εις σωτηρίαν, με πνεύμα σοφίας και συνέσεως. Η ευθύνη μας μεγάλη, όση και η αξία του λειτουργήματός μας.

     

    Σεβασμιώτατε,

    Αγαπητοί αδελφοί,

     

    Ολοκληρώνοντας τον ταπεινό μας λόγο, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι ο φετινός εορτασμός της μνήμης του Οσίου Ιωάννου του Κουκουζέλους, στην Τοπική μας Εκκλησία, πραγματοποιείται στη σκιά δύο πολύ σημαντικών γεγονότων, που σφραγίζουν, ασφαλώς, την ιστορία του Ιεροψαλτικού κόσμου της Δημητριάδος. Το πρώτο είναι η εις Κύριον εκδημία του μεγίστου Διδασκάλου της Ψαλτικής Τέχνης, Πρωτοψάλτου Μανώλη Χατζημάρκου, τον περασμένο Φεβρουάριο, ο οποίος άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του στην εξέλιξη των μουσικών πραγμάτων όχι μόνο στον τόπο μας, αλλά σε όλη την Ελλάδα. Υπήρξε ο ιδρυτής και πρώτος Δ/ντής της πρώτης Σχολής Βυζαντινής Μουσικής στην Ελλάδα, το 1947, με έδρα τον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό του Βόλου, ο ιδρυτής και πρώτος Πρόεδρος του Συνδέσμου Ιεροψαλτών Βόλου και ο Δάσκαλος των Δασκάλων μας, εκείνος που πυροδότησε την αγάπη για την Βυζαντινή Μουσική στις καρδιές αμέτρητων νέων ανθρώπων και τους έδωσε την ευκαιρία να στελεχώνουν τα Ιερά Αναλόγια και να υμνούν ιεροπρεπώς τον Θεό. Για τους λόγους αυτούς και πολλούς ακόμα, η μνήμη του θα παραμένει αγέραστη και η ευγνωμοσύνη μας διαρκής.

              Το δεύτερο γεγονός είναι η αλλαγή σελίδας στην ιστορία του Συνδέσμου Ιεροψαλτών της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος. Ύστερα από την πολυετή και ομολογουμένως επιτυχημένη και καρποφόρο προεδρεία του Πρωτοψάλτου κ. Πέτρου Μπλάνα, η διοίκηση του Συνδέσμου πέρασε, τον περασμένο Ιούνιο, σε νέα χέρια, γεγονός που σηματοδοτεί την προοπτική της απαραίτητης ανανέωσης, του επιβεβλημένου εκσυγχρονισμού δομών και νοοτροπιών και την είσοδο σε μια νέα και ελπιδοφόρα εποχή.  Ο νεοεκλεγείς Πρόεδρος των Ιεροψαλτών μας, Λαμπαδάριος του Μητροπολιτικού μας Ναού και Καθηγητής κ. Ευστάθιος Γραμμένος και οι συνεργάτες του, έχοντας ήδη αρκετά χρόνια ιεροψαλτικής εμπειρίας στις αποσκευές τους, αλλά και την εμπιστοσύνη του Επισκόπου και του συνόλου των συναδέλφων τους, διακρινόμενοι από απαράμιλλη αγάπη για την ιερή τέχνη του Κουκουζέλους και μεράκι σπάνιο, αποτελούν εγγύηση για την ομαλή μετάβαση στη νέα σελίδα. Καλούνται να συνθέσουν, να ενώσουν τις επιμέρους Ιεροψαλτικές αντιλήψεις, ν’ απαλλάξουν τον Ιεροψαλτικό κόσμο από γερασμένες και ανούσιες αγκυλώσεις, να προσγειώσουν, κυρίως τους νέους Ιεροψάλτες, στην πραγματικότητα του Ιεροψαλτικού Λειτουργήματος και να μετουσιώσουν τις προσδοκίες όλων μας για την περαιτέρω προαγωγή του ήδη αξιοπρόσεκτου Ιεροψαλτικού έργου της Τοπικής μας Εκκλησίας.

    Από καρδιάς ευχόμαστε καλή επιτυχία στο έργο τους!

     

     

    [1] Προσόμοιο Μικρού Εσπερινού Οσίου Ιωάννου του Κουκουζέλους

    [2] Δοξαστικό Εσπερινού Οσίου Ιωάννου του Κουκουζέλους

    [3] Β΄ Κορ. 3,3

    [4] «Εφημέριος», Φεβρουάριος 2002, σελ. 6

    [5] Σοφ. Σειράχ 15,19

    [6] Αμώς 5,23

    [7] Δ.Γ. Παναγιωτόπουλος, «Θεωρία και Πράξις της Βυζαντινής Εκκλησιαστικής Μουσικής», σελ. 269

    [8] Α΄ Θεσ. 5,17

    [9] Ψαλμ. 145,2

    [10] Έργα, Τόμος Β΄, σελ. 162-163 (Εγκύκλιος 89η/ 19-8-1983)

    [11] Εβρ. 12,28

    Επικοινωνία

    Σχολή Βυζαντινής Μουσικής

    Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος & Αλμυρού

    Διεύθυνση: Αναλήψεως 164Α – Όγλ., Τ.Κ. 38221, ΒΟΛΟΣ

    Τηλ.: 24210 93517, 2421040440, 6972838348
    email: sxolibmimd@gmail.com

     

     

    © 2024 Σχολή Βυζαντινής Μουσικής Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος & Αλμυρού. All Rights Reserved.

    Powered by Virtual Technologies