Του Δημητρίου Κατσικλή, Πρωτοψάλτου, Καθηγητού Βυζ. Μουσικής
Η βυζαντινή μουσική, ή καλύτερα η ελληνική εκκλησιαστική μουσική , αποτελεί το θεμέλιο της μουσικής μας παράδοσης, έναν από τους αδιάψευστους μάρτυρες της αδιάπτωτης συνέχειας του ελληνικού πολιτισμού αλλά κι ένα από τα σημαντικότερα αναγωγικά μέσα λατρείας της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας. Με το παρόν άρθρο μας, θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε την ιδιαίτερη φυσιογνωμία της, την ανεκτίμητη προσφορά της και τους λόγους εκείνους, για τους οποίους ο σημερινός νεοέλληνας - ανεξαρτήτως ηλικίας – θα άξιζε να ξεκινήσει ένα συναρπαστικό ταξίδι γνωριμίας με αυτόν τον αδαπάνητο θησαυρό.
Η καθ’ ημάς μουσική ονομάζεται, ατυχώς μάλλον, βυζαντινή, γιατί βρέθηκε στο απόγειο της ανάπτυξής της την περίοδο του Βυζαντίου. Κατ’ ουσίαν, είναι η αρχαία ελληνική μουσική, η ίδια, εξελιγμένη, με το ίδιο περίπου θεωρητικό σύστημα, τον ίδιο ηχοχρωματικό πλούτο και την ίδια αφομοιωτική δύναμη. Μαζί με την ελληνική γλώσσα αποτελούν δύο διαπρύσιους κήρυκες της ιστορικής συνέχειας του ελληνικού πολιτισμού, της αδιάσπαστης πορείας του μέσα στους αιώνες. Έτσι, το βυζαντινό μέλος ειδικότερα, ιστορικά και αισθητικά, αποτελεί τον βασικό πυλώνα του νεοελληνικού μουσικού πολιτισμού, τον συνδετικό κρίκο με την αρχαία μουσική παράδοση, αλλά και τη ρίζα της δημοτικής και της λαϊκής μας μουσικής – σε πολλές, μάλιστα, περιπτώσεις ακόμα και της σύγχρονης, έντεχνης – λόγιας μουσικής. Δεν είναι όμως μόνο αυτό∙ ο μεγάλος άγιος των Γραμμάτων μας, ο Αλ. Παπαδιαμάντης έγραφε σχετικά με την καταγωγή της βυζαντινής μουσικής: «Άλλως, η βυζαντινή μουσική είναι τόσον ελληνική όσον πρέπει να είναι. Ούτε εμείς την θέλομεν, ούτε την φανταζόμεθα ως αυτήν την μουσικήν των αρχαίων Ελλήνων. Αλλ’ είναι η μόνη γνήσια και η μόνη υπάρχουσα. Και δι’ ημάς, εάν δεν είναι η μουσική των Ελλήνων, είναι η μουσική των αγγέλων». Δεν υπάρχει πιο όμορφη διατύπωση από αυτή, προκειμένου να αναδείξει κανείς τον λατρευτικό χαρακτήρα της βυζαντινής μουσικής. Γιατί το βυζαντινό μέλος δεν είναι αυτόνομο ή ανεξάρτητο, υπάρχει για να αναδεικνύει τον λόγο, να τονίζει τα θεόπνευστα νοήματα των ύμνων που ακούμε στη Θ. Λατρεία∙ και τα αναδεικνύει, όπως αποφαίνονται οι ειδικοί, με έναν τρόπο ιδιοφυή. Έχουμε, λοιπόν, στους ύμνους της Εκκλησίας μας συνύφανση λόγου και μέλους, με τη μελωδία να γίνεται μελωδική προσευχή, θυμίαμα ενώπιον του Θεού. Όσο για την εκκλησιαστική μας ποίηση, την υμνογραφία, αυτή είναι γραμμένη σε μια μορφή της ελληνικής κοντά στην αρχαία κι έχει χαρακτηριστεί «ιλιγγιώδης», μεγαλόπρεπη, κομψή, εφάμιλλη της αρχαίας, πρωτότυπη, ακόμα και πρόδρομος της μοντέρνας ποίησης, εξαιτίας των λογαοιδικών ρυθμών που κατά βάση χρησιμοποιεί.
Με όλα τα παραπάνω, γίνεται φανερό ότι εκείνος που θέλει να εξοικειωθεί με την εκκλησιαστική μουσική έρχεται σε επαφή με μία τέχνη, που κύριο στόχο έχει την προσευχή, την κατάνυξη και την επικοινωνία με τον Θεό. Παράλληλα, δια της μουσικής, έχει μία πρώτης τάξεως ευκαιρία να έρθει πιο κοντά στην αρχαία ελληνική γλωσσική παράδοση, και μάλιστα με τρόπο ευχάριστο, σχεδόν παιγνιώδη (σκεφτείτε, λ.χ., πόσο εύκολα απομνημονεύουμε στίχους τραγουδιών – η μελωδία βοηθά καταλυτικά στην πρόσληψη του λόγου).
Στην περιοχή μας, λειτουργεί από το 1947 η Σχολή Βυζαντινής Μουσικής της Ι.Μ.Δημητριάδος γι’ αυτόν ακριβώς τον σκοπό: να μυηθεί κάθε φιλόμουσος σπουδαστής στον ακένωτο πλούτο της εκκλησιαστικής μουσικής μας παράδοσης. Ιδρύθηκε από τον μεγάλο δάσκαλο και πρωτοψάλτη Εμμ. Χ΄μάρκο και είναι η αρχαιότερη στο είδος της Σχολή στον ελλαδικό χώρο. Από τις τάξεις της πέρασαν χιλιάδες μαθητών, πολλοί από τους οποίους διακρίθηκαν και διακρίνονται στο Ιερό Αναλόγιο, ενώ αποτελούν τη βάση της ονομαστής χορωδίας του Συνδέσμου Ιεροψαλτών Βόλου « Άγιος Ιωάννης ο Κουκουζέλης». Το 1993 αναγνωρίστηκε από την Ελληνική Πολιτεία με απόφαση του Υπουργείου Πολιτισμού. Από τους πρώτους καθηγητές της υπήρξαν οι αείμνηστοι Σ. Σχοινάς, Δ. Κοζάνης, π. Αναστάσιος Πριάγγελος, Κυρ. Αργυρόπουλος και Μιχαήλ Μελέτης, ο οποίος διετέλεσε διευθυντής με τεράστιο έργο από το 1981 έως το 2017. Σήμερα, με διευθυντή τον Αρχιμανδρίτη Επιφάνιο Οικονόμου, η Σχολή, κατά κοινή ομολογία, διάγει περίοδο εκπληκτικής καρποφορίας έχοντας, πέρα από την έδρα της στον Βόλο, πολυπληθή παραρτήματα στον Αλμυρό, στην Αγιά και στην Αγριά.
Με τις άοκνες ενέργειες όλων των διδασκόντων της Σχολής, καταβάλλεται κάθε δυνατή προσπάθεια, με αίσθημα ευθύνης και με όλα τα σύγχρονα εποπτικά μέσα, η εκκλησιαστική μας μουσική να προσφερθεί στον ενδιαφερόμενο σπουδαστή όχι απλώς σαν ένα θαυμαστό πατρογονικό κειμήλιο, ένα μουσειακό είδος, αλλά ως ένα εύρωστο, ζωντανό κύτταρο της ευρύτερης παράδοσής μας με εσωτερική εξέλιξη και συνεχή παρουσία, ικανό να αναζωογονήσει και να αναγεννήσει πνευματικά τη ζωή του. Γιατί, τελικά, παράδοση δεν είναι τόσο αυτό που μας παραδίδεται, όσο αυτό στο οποίο εμείς έχουμε παραδοθεί, γιατί ακριβώς έχει τη δύναμη να νοηματοδοτήσει το παρόν και το μέλλον μας.
Μέσα σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον, πνευματικά άνυδρο, που μοιάζει με χωνευτήρι έτοιμο να στραγγαλίσει κάθε πολιτισμική ιδιοπροσωπία, σε καιρούς αφιλίας και ερημίας, με τους πνευματικούς και πολιτικούς ταγούς να κάνουν διακηρύξεις για μια νέα ζωή έξω από την Όντως Ζωή, η μύηση στην Ιερή Τέχνη του Δαμασκηνού, αλλά και σε κάθε Θεία Τέχνη, μεταστρέφει τον νου και τις αισθήσεις του ανθρώπου στα αιώνια και αληθινά, προσφέροντας μια άλλη προοπτική ζωής και υπαρξιακής πληρότητας. Αξίζει κανείς να τη δοκιμάσει!