Ύφος είναι η καλή και τακτική έμμετρος σύνθεσις των μουσικών χαρακτήρων ή της γραφής των μουσικών φωνών του μέλους (Θεωρητικόν Κυριακού Φιλοξένους, κεφ. ΙΒ΄, παρ. 299, Κωνσταντινούπολις 1859).
Επεξηγώντας την έννοιαν του ύφους ο Κυριακός Φιλοξένους λέγει ότι το ύφος είναι υπεράνω όλων των στοιχείων της Μουσικής και οδηγεί την Μουσικήν εις ακμήν και την μεταβάλλει από Τέχνην εις Επιστήμην.
Το ύφος είναι η δύναμις του ρυθμού και η ουσία του μέλους. Χωρίς το ύφος ο ρυθμός και το μέλος αποδεικνύονται ξερά και ανούσια. Μπορούμε απερίφραστα να πούμε ότι η ψυχή του μέλους και του ρυθμού είναι το μουσικό ύφος που είναι και οδηγός ηθικού τρόπου παρουσιάσεως των μελών.
Το ύφος ποικίλλει ανάλογα με τον ρυθμό και το μέλος. Άλλο το ύφος των καλοφωνικών ειρμών, άλλο των παπαδικών, άλλο των στιχηραρικών και άλλο των ειρμολογικών μελών.
Το ύφος είναι ηγεμονικόν, γλαφυρόν, λαμπρόν, σοβαρόν και άλλοτε ταπεινόν. Το ύφος δεν είναι δυνατόν να περιγραφεί, είναι απερίγραπτον και διδάσκεται μόνον από έμπειρους δασκάλους.
Είναι γεγονός ότι το ύφος των εκκλησιαστικών μελών, όπως και σήμερα έτσι και παλαιότερα, είχε δυσχέρεια ως προς την εκμάθησίν του διότι εποίκιλλεν από στόματος εις στόμα και από την προφορικήν διδασκαλίαν των δασκάλων. Οι διαφορές βέβαια αυτές δεν ήσαν ουσιαστικές παρά το ότι δεν υπήρχε η σημερινή μουσική γραφή των μελωδιών. Δυστυχώς σήμερα είναι μεγαλύτερες, διότι η τάξη μας γέμισε από καθηγητές οι οποίοι δυστυχώς δεν είναι δάσκαλοι, και το κακό γίνεται ακόμη μεγαλύτερο διότι με τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και της δισκογραφίας και τις κασετοποιΐας η άγνοια πολλών μεταφέρεται στους αγνούς και αθώους εραστές της τέχνης του Δαμασκηνού.
Γι΄ αυτό χρειάζεται η διδασκαλία της μουσικής μας να γίνεται από εγνωσμένης αξίας μουσικοδιδασκάλους, οι οποίοι γνωρίζουν το κάλλος και το ιδιαίτερο χρώμα και ύφος κάθε γένους και κάθε ήχου.
Οι τρεις εξηγητές με το νέο σύστημα, μετέγραψαν τα μέλη από την αρχαία στενογραφίαν ορθώς και διετήρησαν τις κλασικές μουσικές γραμμές και όλα τα είδη του μέλους, αλλά το σεμνόν και απέριττον ύφος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας μεταδίδεται μόνον με την προφορικήν διδασκαλίαν δοκίμων μουσικοδιδασκάλων.
Πώς εμφανίζεται όμως η κατάσταση του ύφους στη Μουσική μας σήμερα; Δυστυχώς, όχι καλή, και υπεύθυνοι είναι όλοι οι παράγοντες της Θ. Λατρείας, εκτός ολίγων εξαιρέσεων.
Για τους κληρικούς μας θα πω ότι παλιά στους δέκα οι οκτώ ήσαν μουσικοί και καλλίφωνοι, ενώ σήμερα οι οκτώ στους δέκα είναι φάλτσοι και άμουσοι. Τί μεράκι θα έχει λοιπόν ως προϊστάμενος ο άμουσος και κακόφωνος κληρικός διά την μουσικήν της Εκκλησίας μας... Οι ψάλτες συναγωνίζονται ο ένας τον άλλον με αντικειμενικό τους σκοπό τις αυθαίρετες ερμηνείες των, να τις παρουσιάζουν ως το γνήσιο ύφος της Μουσικής μας και να προσπαθούν να καθιερώσουν τις πλάνες τους στους αμύητους σπουδαστές της Μουσικής μας.
Έτσι στην Αθήνα ένιοι καθηγητές οψίμως εμφανισθέντες παρουσιάζονται ως εκφραστές του γνησίου ύφους, διδάσκοντες ως ύφος το ύφος του τσάμικου και καλαματιανού και των τραγουδιών του γλυκού νερού, και άλλοι συνεχώς λικνιζόμενοι μιμούνται το ύφος χαβιαροκαντάδας γυναικουλίστικης προελεύσεως. Δυστυχώς ελάχιστοι είναι οι συνάδελφοι της Αθήνας που έχουν το σεμνοπρεπές Πατριαρχικόν ύφος.
Το ύφος στη Βόρεια Ελλάδα παρουσιάζεται από πολλούς συναδέλφους σωστά. Άλλωστε είναι γνωστή εις όλους η Μουσική Παράδοση στη Βυζαντινή μας Θεσσαλονίκη. Βεβαίως υπάρχει μία τάσις ψαλτών της περιοχής αυτής να παρουσιάζουν ως γνήσιο ύφος το ύφος του τεκέ, της ταβέρνας και του πολλά βαρύ καλλιτέχνη. Δυστυχώς αυτό το φαινόμενο έχει επηρεάσει επικινδύνως πολλούς ιεροψάλτες, οι οποίοι με τους ολοφυρμούς των και με τα άχ και βάχ δυσφημούν την ομορφιά του απέριττου εκκλησιαστικού ύφους.
Το σωστό ύφος μπορεί να διακρίνει κάνεις σε πολλούς ψάλτες του Μοριά, που γέννησε έναν Πέτρο, στη Θεσσαλία, που γέννησε έναν Δανιήλ, μα και στη Ρούμελη και στην Ήπειρο και στα νησιά μας. Εδώ διευκρινίζω, όταν ομιλώ για ύφος, δεν ομιλώ για γνώσεις μουσικές αλλά για ελληνική Παράδοση, διά ελληνικόν τρόπον ψαλσίματος, διά σοβαράν εκτέλεσιν των απέριττων ιερών μελωδιών.
Ο λαός μας με το αλάνθαστο κριτήριο που τον διακρίνει, μπορεί και ξεχωρίζει το ανόθευτο, το παραδοσιακό, το ορθόδοξο, το ελληνικό ύφος, και η καταξίωση των συναδέλφων που κρατούν το παραδοσιακόν ύφος είναι ένα γεγονός αναμφισβήτητο για τον λαό μας.
Το ευχάριστο είναι ότι σε όλα τα μήκη και πλάτη της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας υπάρχουν αυστηροί τηρητές του μουσικού της ύφους, το οποίο θα μπορούσε να ήτο κτήμα όλων των ψαλτών εφ’ όσον θα υπήρχε η δυνατότης να εγένοντο σεμινάρια εις τας Ιεράς Μητροπόλεις, στα οποία παλιοί δάσκαλοι θα δίδασκαν το μουσικόν ύφος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας.
Το ύφος ήταν τεθησαυρισμένον μετά την Άλωση στους μουσικούς χορούς του Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως, διότι στη Μεγάλην του Χριστού Εκκλησίαν κάθε εποχήν υπήρχαν οι επιφανέστεροι μουσικοί, οι οποίοι διαδοχικώς παρελάμβαναν το Πατριαρχικόν ύφος το οποίον μετέδιδαν γνήσιο και ανόθευτον στους διαδόχους των.
Άλλωστε το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, που κρατεί πάντοτε ανόθευτη την παρακαταθήκην των θεσμίων της Εκκλησίας, διετήρησε ανόθευτον και το μουσικόν ύφος, ο δε Πατριαρχικός Ναός εχρησίμευεν ως διδασκαλείον του ύφους αυτού, της γνησιωτέρας δηλαδή απαγγελίας των μουσικών μελών.
Το μουσικόν ύφος «γραφή ου διατηρείται, αλλ’ απλώς διδάσκεται». Είναι δηλαδή το μουσικό ύφος παραπλήσιον προς την ρητορικήν απαγγελίαν και όπως η απαγγελία δεν εκφράζεται διά της γραφής, έτσι και το μουσικόν ύφος είναι αδύνατον να εκφρασθεί διά μουσικών χαρακτήρων. Ο Κωνσταντίνος ο Πρωτοψάλτης και ο Θεόδωρος Φωκαεύς έλεγον: «το της Μεγάλης Εκκλησίας ύφος είναι αδύνατον να εκφρασθή διά της γραφής, διότι είναι αήρ» (Ιστορία Παπαδοπούλου).
Όταν για πρώτη φορά πήγα, κατόπιν προσκλήσεως, στην Κωνσταντινούπολιν για να ψάλω εις συνεδρίασιν μετά φίλων της Μουσικής μας, ήκουσα ανθρώπους κάθε τάξεως και ηλικίας και επαγγέλματος να ψάλλουν εν «ενί στόματι και μιά καρδία» χωρίς να είναι ψάλτες και δίχως να γνωρίζουν μουσικήν. Έκλαψα ειλικρινώς από συγκίνησιν με τον άρτιον τρόπον της εκτελέσεως των μουσικών μελωδιών και κυρίως με το σοβαρόν και απέριττον μουσικόν τους ύφος, στο οποίον υπήρχεν όλο το μεγαλείο της Μεγάλης Εκκλησίας, όλη η δόξα της Ελλάδος, όλο το κλέος της Ορθοδοξίας, όλη η θεοπνευστία της Μουσικής μας.
Αλήθεια, πότε επί τέλους η Πολιτεία και η Εκκλησία θα σκεφθούν και θα δουν με σοβαράν σκέψιν αυτό το τόσον σοβαρόν στοιχείον της μουσικής μας κληρονομιάς;