Αναπόσπαστο στοιχείο της κατανυκτικής και ευλαβικής ατμόσφαιρας που συναντούν οι πιστοί στην εκκλησία είτε προσέρχονται σε αυτήν μια οποιαδήποτε Κυριακή είτε κατά τη διάρκεια μεγάλων εορτών της Χριστιανοσύνης αποτελούν χωρίς αμφιβολία οι ψαλμωδίες που πλαισιώνουν τη Θεία Λειτουργία.
Η ιστορία της ψαλτικής τέχνης ξεκινά από τα πρώτα χρόνια της Χριστιανοσύνης, όταν οι διωγμοί των χριστιανών από τους Ρωμαίους ήταν ανελέητοι και τους ανάγκαζαν να κρύβονται για να τελέσουν τις λειτουργίες, αλλά και να εξασφαλίσουν την ίδια τους τη ζωή. Κάτω από αυτές τις συνθήκες δεν ήταν δυνατόν να αναπτυχθεί ιδιαίτερα η τέχνη αυτή και η ιερά υμνωδία παρέμεινε λιτή.
Οι πρώτοι χριστιανοί έψαλλαν κυρίως όλοι μαζί ύμνους της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Καθώς, όμως, το εκκλησίασμα άρχισε να αυξάνεται σε αριθμό, καθιερώθηκε η τάξη των ψαλτών. Κατά την περίοδο αυτή τέθηκαν οι πρώτες βάσεις της εκκλησιαστικής μουσικής, ενώ κυριότεροι εκπρόσωποί της ήταν ο Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς και ο Ωριγένης ο Μέγας.
Από τη στιγμή που ο Μέγας Κωνσταντίνος έγινε αυτοκράτορας του Βυζαντίου η χριστιανική εκκλησία βρήκε την ειρήνη, αλλά και την προστασία για να αναπτυχθεί και να βλαστήσει ανά τα έθνη.
Το εκκλησιαστικό μέλος καλλιεργήθηκε επιμελώς και σημείωσε γρήγορη εξέλιξη, ενώ το υμνολόγιο εμπλουτίστηκε με νέους ύμνους.
Η μουσική επένδυση των ψαλμών έγινε πιο σύνθετη και άρχισε να παρουσιάζει μεγαλύτερες τεχνικές απαιτήσεις, ενώ την εποχή εκείνη άρχισε να εφαρμόζεται η διάκριση των τεσσάρων βασικών ήχων και εμφανίστηκαν τα λεγόμενα ειρμολογικά και στιχηραρικά μέλη. Ιδιαίτερες προσπάθειες για την τεχνικότερη διαμόρφωση της εκκλησιαστικής μουσικής κατέβαλλαν ο Αθανάσιος ο Μέγας, ο Εφραίμ ο Σύριος, ο Μέγας Βασίλειος, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Αλλά και στη Δύση το τεχνικότερο μέλος που εισήγαγε ο επίσκοπος Μεδιολάνων Αμβρόσιος είχε ως βάση τους τέσσερις ήχους της ελληνικής μουσικής, δηλαδή το δώριο, το φρύγιο, το λύδιο και το μιξολύδιο.
Δύο αιώνες αργότερα, ο άγιος Γρηγόριος ο Διάλογος, πάπας Ρώμης την περίοδο 540 – 604 μ.Χ. και νέος αναμορφωτής της εκκλησιαστικής μουσικής στη Δύση, εισήγαγε τους τέσσερις πλάγιους ήχους, καθώς και το στιχηραρικό είδος στην εκκλησιαστική υμνωδία. Την περίοδο αυτή παρατηρείται μεγάλη άνθηση της εκκλησιαστικής μουσικής, καθώς οι περισσότεροι υμνογράφοι ήταν συγχρόνως μουσικοί και συνθέτες του μέλους. Εκτός από τους προαναφερθέντες, σπουδαιότεροι είναι ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Κύριλλος, ο Ρωμανός ο Μελωδός, ο επίσκοπος Κρήτης Ανδρέας κ.ά.
Την περίοδο 676 – 758 μ.Χ. έζησε μια από της μεγαλύτερες μορφές της εκκλησιαστικής μουσικής της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Ο μεγάλος αυτός υμνογράφος έθεσε τις βάσεις της γνήσιας και σεμνής εκκλησιαστικής μουσικής παράδοσης. Έγραψε, κατά ερωταπόκριση, το πρώτο θεωρητικό έργο για τους οκτώ ήχους με τίτλο «Γραμματική της μουσικής ή κανόνιον κατά τους ορισμούς και κανόνες της αρχαίας ελληνικής», ενώ άλλο θεμελιώδες έργο του είναι η Οκτώηχος.
Ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός που είναι γνωστός και ως Ιεροσολυμίτης, καθώς πέρασε τη ζωή του μελετώντας και συγγράφοντας στην Ιερά Μονή του Αγίου Σάββα κοντά στα Ιεροσόλυμα, είναι και ο δημιουργός του λαμπρού Κανόνα της «Αναστάσεως ημέρα, λαμπρυνθώμεν λαοί».
Η εκπαίδευση των ψαλτών
Από τα πρώτα χρόνια του Βυζαντίου η εκπαίδευση των ψαλτών γινόταν σε ειδικές σχολές. Επί των ημερών του αυτοκράτορα Θεοδόσιου στα τέλη του 4ου αι. μ.Χ. αναφέρεται ότι στην Κωνσταντινούπολη δίδασκαν την ψαλτική τέχνη διδάσκαλοι της μουσικής. Κατά την εποχή του αυτοκράτορα Ιουστινιανού (482 – 565 μ.Χ.), ο ναός της του Θεού Σοφίας είχε 25 ιεροψάλτες, καθώς και 100 αναγνώστες που βοηθούσαν στην ψαλμωδία.
Το χορό των ιεροψαλτών διηύθυνε ο πρωτοψάλτης, που χρησιμοποιούσε τη λεγόμενη χειρονομία. Η χειρονομία, που παρέμεινε σε χρήση μέχρι τα μέσα, περίπου, του 17ου αιώνα, γινόταν με διάφορες κινήσεις του δεξιού χεριού και έδινε, συνήθως, το σύνθημα της έναρξης και της παύσης της ψαλμωδίας, καθώς, επίσης, τον τρόπο εκτέλεσης και το ρυθμό του άσματος.
Ο ψάλτης είναι υπούργημα στη ζωή της Εκκλησίας και ανήκει στον κατώτερο κλήρο, ανερχόμενος σε αυτόν με ειδική Ακολουθία. Τα πρώτα χρόνια της εκκλησιαστικής ζωής η θέση των ψαλτών ήταν στον άμβωνα, η αντιφωνία που εισήχθη όμως αργότερα συνέβαλε στο χωρισμό τους σε δύο χορούς από τον 4ο αι. και μετά.
Ο θεσμός του ψάλτη στην Εκκλησία παγιώθηκε από τη Σύνοδο της Λαοδικείας (345 μ.Χ.) και τη Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο (451 μ.Χ.), ενώ κανόνες άλλων Συνόδων καθόρισαν τα σχετικά με τη ζωή και τη συμπεριφορά των ψαλτών εντός και εκτός του ναού.
Κατά τα βυζαντινά χρόνια, ο πρωτοψάλτης ή «μέγας δομεστικός» του χορού, ήταν υπεύθυνος για τις ιερές Ακολουθίες, καθώς και για τις μεγάλες αυτοκρατορικές τελετές και εορτές στο ναό της Αγίας Σοφίας, ενώ είχε ως βοηθούς δύο άλλους ψάλτες που κατηύθυναν τους δύο χορούς και ονομάζονταν «δομεστικοί».
Σήμερα, στο Οικουμενικό Πατριαρχείο ο δεξιός ψάλτης ονομάζεται «άρχων πρωτοψάλτης» της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, ενώ ο αριστερός ψάλτης του πατριαρχικού ναού καλείται «λαμπαδάριος».